Γραφείο Τύπου   /   Ομιλίες Προέδρου EBEA


Ομιλία Κ.Μίχαλου στο 5ο Συνέδριο «Αναπτυξιακές Προοπτικές για τη Δυτική Ελλάδα»

Ομιλία προέδρου ΚΕΕ & ΕΒΕΑ Κωνσταντίνου Μίχαλου:

 «Συμμαχία για την Επιχειρηματικότητα και Ανάπτυξη στη Δυτική Ελλάδα: Η τρέχουσα κατάσταση στο ελληνικό επιχειρείν. Προκλήσεις και προοπτικές»

στο 5ο Συνέδριο «Αναπτυξιακές Προοπτικές για τη Δυτική Ελλάδα»

15 Ιουλίου 2017, PortoRioHotel

 

«Μετά από σχεδόν οκτώ χρόνια ύφεσης, η επιστροφή στην ανάπτυξη είναι πια θέμα επιβίωσης για την Ελλάδα. Για τις επιχειρήσεις, αλλά και για τους πολίτες της. Όλες οι θυσίες και οι προσπάθειες που έγιναν τα προηγούμενα χρόνια, θα κριθούν από το πότε και με ποιο ρυθμό θα αρχίσει ξανά η ελληνική οικονομία να αναπτύσσεται. 

Και εδώ θα πρέπει να τονίσουμε, για άλλη μια φορά, το προφανές: ανάπτυξη δεν μπορεί να υπάρξει, χωρίς ιδιωτικά κεφάλαια και χωρίς ισχυρές επιχειρήσεις.

Στην κατάσταση που έχει βρεθεί η χώρα, δεν είναι αρκετή μια οριακά θετική μεταβολή του ΑΕΠ από έτος σε έτος. Και σίγουρα δεν είναι αρκετή μια ανάπτυξη που στηρίζεται σε συγκυριακούς παράγοντες.

Μια οικονομία που έχει συρρικνωθεί σε ποσοστό 25% και πλέον, χρειάζεται ταχείς ρυθμούς μεγέθυνσης για αρκετά χρόνια για να επανέλθει σε κανονικότητα. Για να μπορεί η χώρα να καλύπτει τις δανειακές της υποχρεώσεις και για να αποκατασταθούν, έστω και σταδιακά, συνθήκες ευημερίας στην αγορά και στην κοινωνία. 

Ο στόχος αυτός δεν μπορεί – ακόμη κι αν το θέλαμε – να επιτευχθεί με το μοντέλο ανάπτυξης που κυριάρχησε στην προ κρίσης περίοδο. Ένα μοντέλο που ήταν υπερβολικά εξαρτημένο από το κράτος, υπερβολικά εξαρτημένο από την ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση.

Το ζητούμενο είναι η ίδια η χώρα να αρχίσει να δημιουργεί περισσότερο εθνικό πλούτο. Κι αυτό θα γίνει αν υιοθετήσουμε ένα νέο, εξωστρεφές παραγωγικό υπόδειγμα, στηριγμένο στις δυνάμεις του ιδιωτικού τομέα.

Αν θέλουμε ανάπτυξη με αυτούς τους όρους, θα πρέπει να προσελκύσουμε σημαντικά κεφάλαια και επενδύσεις από την Ελλάδα και κυρίως από το εξωτερικό.

Θα πρέπει να παράγουμε περισσότερα, ανταγωνιστικά και υψηλής προστιθέμενης αξίας προϊόντα και υπηρεσίες.

Θα πρέπει να αξιοποιήσουμε καλύτερα τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας, τόσο συνολικά όσο και σε επίπεδο Περιφερειών.

Θα πρέπει να αυξήσουμε τη συμμετοχή των εξαγωγών στο ΑΕΠ κατά 10 τουλάχιστον ποσοστιαίες μονάδες, ώστε να προσεγγίσει το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Όλα αυτά δεν μπορούν να γίνουν με ένα θεσμικό και διοικητικό περιβάλλον που αποτρέπει τις επενδύσεις. Δεν μπορούν να γίνουν με επιχειρήσεις που φυτοζωούν. Και αναφέρομαι ειδικότερα στις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις, οι οποίες αποτελούν το 99% και πλέον του συνόλου των ελληνικών επιχειρήσεων.

Έχουμε μια οικονομία η οποία εμπνέει ασφάλεια και εμπιστοσύνη στους επενδυτές, ώστε να φέρουν εδώ τα κεφάλαιά τους;

Υπάρχουν οι συνθήκες οι οποίες επιτρέπουν στις Μικρομεσαίες και στις τοπικές επιχειρήσεις να παράγουν διεθνώς ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες; Υπάρχουν οι συνθήκες για να ενισχυθεί το τεχνολογικό περιεχόμενο και η προστιθέμενη αξία των ελληνικών εξαγωγών;

Δυστυχώς, σε μεγάλο βαθμό δεν υπάρχουν.

Τα προηγούμενα χρόνια έγιναν, βεβαίως, αρκετά θετικά βήματα. Προχώρησε η δημοσιονομική εξυγίανση και υλοποιήθηκαν αρκετές μεταρρυθμίσεις, στο ασφαλιστικό, στην αγορά εργασίας, αλλά και σε σημαντικές αγορές προϊόντων και υπηρεσιών.

Επίσης, πολύ σημαντικό όσον αφορά το αίσθημα ασφάλειας, η συντριπτική πλειοψηφία των κοινοβουλευτικών δυνάμεων του τόπου υποστηρίζει την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας και την παραμονή της στο ευρώ.

Ωστόσο, τα προβλήματα είναι ακόμη πολλά: εχθρικό φορολογικό και διοικητικό περιβάλλον, δυσμενείς συνθήκες χρηματοδότησης, απουσία ενός ολοκληρωμένου πλαισίου στήριξης της Μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας.

Για όλα αυτά τα θέματα, που θα συζητήσουμε διεξοδικότερα και στη συνέχεια, η Επιμελητηριακή Κοινότητα έχει διατυπώσει συγκεκριμένες διεκδικήσεις και προτάσεις. Πιστεύω ότι και η σημερινή διοργάνωση, μέσα από τη συζήτηση και το διάλογο, θα βοηθήσει να αναδείξουμε, τόσο τις προοπτικές και τα προβλήματα, όσο και τις απαραίτητες λύσεις.  

Η μεγάλη πρόκληση για την ελληνική οικονομία – και κατ’ επέκταση για το ελληνικό επιχειρείν – είναι η μετάβαση σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, προσανατολισμένο στην εξωστρέφεια.

Η πρόκληση αυτή περνά, αναπόφευκτα, μέσα από την ενδυνάμωση των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων. Οι οποίες αποτελούν πάνω από το 99% του συνόλου των επιχειρήσεων και παρέχουν το 85% της συνολικής απασχόλησης στη χώρα. 

Η χώρα χρειάζεται υγιείς και δυναμικές Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις, οι οποίες θα παράγουν ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες και θα διεκδικήσουν συμμετοχή στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας.

Τα τελευταία χρόνια, είδαμε πολλές επιχειρήσεις να επιλέγουν τις εξαγωγές ως αντίδοτο στην κατάρρευση της εγχώριας ζήτησης. Και χάρη στη δική τους υπερπροσπάθεια, είδαμε τα τελευταία χρόνια τις εξαγωγικές επιδόσεις της χώρας να βελτιώνονται, παρά τα τεράστια προβλήματα.

Ωστόσο, η εικόνα αυτή κρύβει πίσω της αρκετά προβλήματα.

-         το 80% των συνολικών εξαγωγών στην Ελλάδα γίνεται από 200 περίπου επιχειρήσεις.

-         υπάρχει σημαντική υστέρηση ως προς το τεχνολογικό περιεχόμενο των εξαγόμενων προϊόντων. Πάμε καλά σε παραδοσιακούς κλάδους της μεταποίησης, υπολειπόμαστε όμως αισθητά σε σύνθετα προϊόντα, τα οποία χαρακτηρίζονται από διαφοροποίηση και υψηλή τεχνολογική αξία.

Χρειαζόμαστε, λοιπόν, αφενός διεύρυνση της εξαγωγικής βάσης της ελληνικής οικονομίας με ενδυνάμωση της εξωστρέφειας των Μικρομεσαίων Επιχερήσεων. Και αφετέρου, περισσότερα και υψηλότερης προστιθέμενης αξίας εξαγώγιμα προϊόντα και υπηρεσίες.

Πόσο εύκολο είναι για τις ελληνικές επιχειρήσεις να βαδίσουν σε αυτή την κατεύθυνση, όταν:

-         η συνολική φορολογική επιβάρυνση για τις ελληνικές επιχειρήσεις φθάνει στο 52% των εσόδων τους

-         η γραφειοκρατία, η πολυπλοκότητα και το υψηλό διοικητικό κόστος συνεχίζουν να εμποδίζουν κάθε δραστηριότητα.

-         οι μικρομεσαίες ειδικά επιχειρήσεις έχουν αποκλειστεί από την παροχή νέων πιστώσεων.

-         τα επιτόκια για τις ελληνικές επιχειρήσεις είναι απαγορευτικά ακριβά και τριπλάσια – πολλές φορές – σε σχέση με αυτά που ισχύουν για τον ανταγωνισμό.

Κι εδώ να επισημάνω ότι, υπάρχουν μεν χρηματοδοτικά εργαλεία από την Ε.Ε. την ΕΤΕπ και άλλους φορείς, ωστόσο η απορρόφηση των διαθέσιμων πόρων είναι χαμηλή τουλάχιστον σε σχέση με τις ανάγκες των ελληνικών Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων. Αυτό συμβαίνει κυρίως γιατί τα κριτήρια χορήγησης είναι συνήθως είτε υπερβολικά αυστηρά σε σχέση με τα δεδομένα της αγοράς. Και επίσης, γιατί η χρήση τους απαιτεί χρονοβόρες και κοστοβόρες διαδικασίες, που μια Μικρομεσαία Επιχείρηση είναι δύσκολο να διαχειριστεί με τους πόρους που διαθέτει.

 

Τι χρειάζεται, λοιπόν:

 

-         αλλαγή δημοσιονομικού μείγματος με μείωση των φόρων που επιβαρύνουν την επιχειρηματικότητα και την απασχόληση.

-         απλοποίηση και εκσυγχρονισμός των νομοθετικών πλαισίων και των διοικητικών διαδικασιών

-         μέτρα ενίσχυσης των επιχειρήσεων προς την κατεύθυνση της καινοτομίας, της εξωστρέφειας και της δικτύωσης.

-         χρηματοδοτικά εργαλεία, με κριτήρια που λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαιτερότητες της Μικρομεσαίας Επιχειρηματικότητας αλλά και την τρέχουσα κατάσταση στην αγορά.

-         αποκατάσταση ανταγωνιστικών όρων χρηματοδότησης από το τραπεζικό σύστημα. Πρέπει να εφαρμοστεί αποτελεσματικά ο μηχανισμός της εξωδικαστικής ρύθμισης μη εξυπηρετούμενων οφειλών, ώστε να ξεκαθαρίσει το τοπίο και να δοθεί η ευκαιρία στις βιώσιμες επιχειρήσεις να προχωρήσουν.

 

Η Δυτική Ελλάδα διαθέτει σπουδαίες αναπτυξιακές δυνατότητες. Διαθέτει στρατηγική γεωγραφική θέση, η οποία της επιτρέπει να αναδειχθεί σε κέντρο συνδυασμένων μεταφορών. Η ολοκλήρωση σημαντικών οδικών αξόνων, όπως η Ολυμπία Οδός και η Ιόνια Οδός, δημιουργούν νέες ευκαιρίες σε αυτό τον τομέα. Βάζει στον επενδυτικό και τουριστικό χάρτη νέους προορισμούς, οι οποίοι μέχρι πρότινος υστερούσαν λόγω απόστασης ή δυσκολίες πρόσβασης. Και επιπλέον, φέρνει τις τοπικές επιχειρήσεις σε επαφή με τις αγορές των μεγάλων αστικών κέντρων της χώρας.

Η Δυτική Ελλάδα διαθέτει επίσης ένα σημαντικό πόλο γνώσης, έρευνας και καινοτομίας, που είναι το Πανεπιστήμιο της Πάτρας. Ένας πόλος που πρέπει και μπορεί να λειτουργήσει σε στενότερη σύνδεση με την αγορά και τις επιχειρήσεις της περιοχής.

Υπάρχουν επίσης σημαντικά, αλλά σε μεγάλο βαθμό «κοιμώμενα» αναπτυξιακά ατού, τα οποία μπορούν να προσελκύσουν σοβαρές επενδύσεις από το εξωτερικό, όπως είναι η ΝΑΒΙΠΕ στο Πλατυγιάλι Αιτωλοακαρνανίας και το λιμάνι του Κατακόλου.

Και βεβαίως, η Δυτική Ελλάδα έχει μια δυναμική επιχειρηματική κοινότητα, η οποία μπορεί να ανταποκριθεί στις προκλήσεις και στις ευκαιρίες του αύριο. Υπάρχουν πολλά αξιόλογα σχήματα, πολλές αξιόλογες προσπάθειες και πιστεύω ότι μπορούν να αναπτυχθούν ακόμη περισσότερες. Τα τοπικά Επιμελητήρια ήδη στηρίζουν αυτή την πορεία, με εξωστρεφείς πρωτοβουλίες, συνεργασίες και υπηρεσίες προς τα μέλη τους».

17/07/2017 ΠΗΓΗ: Γραφείο Τύπου



 

  • 
ΓΕΜΗ