Γραφείο Τύπου   /   Αρθρα Προέδρου ΕΒΕΑ


ΕΦΗΜ.: ΤΑ ΝΕΑ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ | Η ψήφιση του προϋπολογισμού και το φάντασμα του πληθωρισμού

Φέτος τον χειμώνα, για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, ο κρατικός προϋπολογισμός καταρτίζεται υπό το καθεστώς αβεβαιότητας. Και ενώ πέρυσι τα θετικά σενάρια απειλούνταν μόνο από τις πρωτοφανείς υγειονομικές συνθήκες, οι προοπτικές του 2022 κινδυνεύουν από έναν ακόμη παράγοντα: τις πληθωριστικές πιέσεις στις τιμές της ενέργειας και των πρώτων υλών.
 
Ο βασικότερος λόγος για την αύξηση των τιμών, εντοπίζεται στις πρωτεύουσες αρχές της οικονομικής θεωρίας: τον νόμο της προσφοράς και της ζήτησης. Τα τελευταία δύο χρόνια, η πανδημία υποχρέωσε τους καταναλωτές σε ένα καθεστώς εγκλεισμού, που αυτόματα σήμανε την μείωση της ζήτησης. Με την έναρξη των εμβολιασμών το πεδίο άλλαξε ριζικά, επιφέροντας ραγδαία αύξηση της ζήτησης σε αγαθά και υπηρεσίες.
 
Τα κυβερνητικά μέτρα στήριξης, σε συνδυασμό με τις ενισχυμένες αποταμιεύσεις, αύξησαν την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και οδήγησαν σε περισσότερες δαπάνες, κάτι που λειτούργησε ασφαλώς θετικά  για την τόνωση της οικονομίας. Η συνεπαγόμενη αυξημένη της ζήτησης όμως, οδήγησε σε υψηλότερες τιμές. Η προβληματική εφοδιαστική αλυσίδα προσέθεσε ένα ακόμη βαρίδι στην ισορροπία, πιέζοντας το κόστος παραγωγής και την προσφορά των αγαθών και οδηγώντας σε περαιτέρω αύξηση των τιμών. Η δε μετακύλιση των μισθολογικών αυξήσεων στα καταναλωτικά κόστη, συντέλεσε με τη σειρά της σε αυτό που τις τελευταίες εβδομάδες συζητείται ως «το πρόβλημα του πληθωρισμού».
 
Για τους καταναλωτές, οι υψηλότερες τιμές σε βασικά αγαθά, όπως είναι τα τρόφιμα και η ενέργεια, μπορεί να γίνουν δυσβάσταχτες στις περιπτώσεις που δεν συμβαδίζουν με την αύξηση των μισθών τους. Η απειλή λοιπόν ξεπερνά τα όρια του κρατικού προϋπολογισμού και μεταφέρεται στον προϋπολογισμό του κάθε νοικοκυριού. Το ίδιο ισχύει και για τις επιχειρήσεις. Οι οποίες βλέπουν τις τιμές των βασικών για αυτές αγαθών, όπως το πετρέλαιο, να αυξάνονται. Σε κάποιες περιπτώσεις, η μετακύλιση του  κόστους στον καταναλωτή, είναι αδύνατη. Ως αποτέλεσμα, αναγκάζονται να μειώσουν την παραγωγή τους, επιβαρύνοντας ακόμη περισσότερο τη δυσλειτουργική εφοδιαστική αλυσίδα.
 
Εάν ο πληθωρισμός παραμείνει υψηλός για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, ενδέχεται να οδηγήσει σε αυτό που οι οικονομολόγοι αποκαλούν υπερπληθωρισμό. Σε ένα τέτοιο απευκταίο σενάριο, οι αρνητικές προσδοκίες για αύξηση των τιμών, υποδαυλίζουν ακόμη περισσότερο τις υπάρχουσες πληθωριστικές τάσεις. Το τελευταίο θύμα της αλυσίδας αυτής, είναι το νόμισμα στην τσέπη μας, το οποίο χάνει την αξία του. 
 
Για την αποφυγή τέτοιων ακραίων σεναρίων, σκόπιμη κρίνεται η παρέμβαση του φορέα που ασκεί την κεντρική νομισματική πολιτική – στην περίπτωσή μας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Το πρόβλημα είναι ότι, ως κύρια παρέμβασή της, νοείται η αύξηση των επιτοκίων, η οποία κατ’ αρχήν επιβραδύνει την οικονομία. Διότι ακόμη και στο σενάριο που η ΕΚΤ αναγκαζόταν να αυξήσει τα επιτόκια πολύ γρήγορα, θα μπορούσε να προκαλέσει ακόμη και ύφεση, η οποία με τη σειρά της θα οδηγούσε σε μία επανάληψη των κοινωνικών προβλημάτων που μας απασχολούσαν προ 10ετίας, με κορωνίδα την υψηλότερη ανεργία. 
 
Η άμβλυνση των πληθωριστικών πιέσεων μεταφράζεται σε δύσκολες και απαιτητικές ασκήσεις ισορροπίας. Τα κυβερνητικά όπλα για την αντιμετώπιση της ακρίβειας μπορούν να περιοριστούν κυρίως σε μέτρα στήριξης, επιδοτήσεις και  αναστολές χρεώσεων. Εκεί, απαραίτητος είναι ο  προσεκτικός σχεδιασμός, προκειμένου να μη διαταραχθεί εκ νέου ο άξονας προσφοράς/ζήτησης. Και όσον αφορά τις τιμές ενέργειας, μοναδική λύση κρίνεται η θέσπιση και υλοποίηση ενός ενοποιημένου, ευρωπαϊκού πλαισίου, για την από κοινού προμήθεια στρατηγικών αποθεμάτων. 
 
 

18/12/2021 ΠΗΓΗ: Γραφείο Τύπου



 

  • 
ΓΕΜΗ