Ιστορική πρόκληση και μοναδική ευκαιρία το Ταμείο Ανάκαμψης
Το 2021 μας αφήνει με τις καλύτερες δυνατές προδιαγραφές. Με το ΑΕΠ αυξημένο κατά 7%, το ποσοστό ανεργίας να κινείται υπό του 13%, με άφθονη χρηματοδότηση να αναμένεται από το ταμείο Ανάκαμψης και με ενισχυμένους δείκτες κατανάλωσης, αποταμιεύσεων και εξαγωγών. Η σελίδα φαίνεται να έχει ήδη γυρίσει.
Το πρώτο, εδώ και δεκαετίες, θετικό κεφάλαιο του λήμματος «ελληνική οικονομία» γράφτηκε την χρονιά που μας πέρασε. Και γράφτηκε παρά τις εξωγενείς αντιξοότητες. Η πανδημία, η κλιματική κρίση, οι πληθωριστικές τάσεις στην ενέργεια και τις πρώτες ύλες, έχουν μέχρι στιγμής αντιμετωπιστεί με επάρκεια. Όπως όμως όλα δείχνουν, κάθε μία από αυτές τις απειλές, θα διατηρηθεί ως παράγοντας αβεβαιότητας στο άμεσο μέλλον. Η ικανότητά μας να αναχαιτίσουμε τις σφοδρές οικονομικές επιπτώσεις τους, χωρίς να διαταράσσουμε την δημοσιονομική ισορροπία, θα είναι το μεγάλο στοίχημα για ακόμη μία χρονιά.
Αν αφαιρέσουμε από τις προσδοκίες μας την ανωτέρα βία, απομένουν όλα τα «διαχειρίσιμα» στοιχεία. Οι μακροοικονομικές εξελίξεις, η ορθολογική διοχέτευση της επερχόμενης χρηματοδότησης, η δημοσιονομική διακυβέρνηση και η διαχείριση του χρέους. Για το μακροοικονομικό περιβάλλον, ο εγκυρότερος δείκτης είναι η παρούσα κατάσταση. Ταχύτατοι ρυθμοί ανάπτυξης, που τροφοδοτήθηκαν από την αύξηση των εισοδημάτων και της κατανάλωσης. Βελτίωση στις εξαγωγές και στους δείκτες οικονομικού κλίματος. Συνολική ανάκαμψη στον κλάδο του εμπορίου και των υπηρεσιών, τη βιομηχανία και τις κατασκευές. Σταδιακή υποχώρηση στους δείκτες της ανεργίας, με 50% περισσότερες επιδοτούμενες θέσεις εργασίας από το 2022 και στοχευμένη κρατική ενίσχυση προς τους άνεργους νέους έως 29 ετών.
Απαραίτητος σύμμαχος της θετικής μακροοικονομικής μας πορείας, είναι οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. 32 δισεκατομμύρια ευρώ θα ενσωματωθούν στην ελληνική οικονομία, μέσω επιδοτήσεων και δανείων. Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα πακέτα οικονομικής ενίσχυσης, που μπορεί να διογκωθεί και περαιτέρω, εφόσον μοχλευτεί με την επενδυτική συμμετοχή των ιδιωτών επιχειρηματιών, υπό τον χρυσό κανόνα 1/3 δάνειο, 1/3 επιδότηση, 1/3 ίδια κεφάλαια.
Στόχος, όμως, για την Ελλάδα δεν είναι η βραχυπρόθεσμη οικονομική μεγέθυνση, αλλά η ανθεκτικότητα και η διάχυση της ανάπτυξης, ώστε να είναι βιώσιμη και συμπεριληπτική. Αυτό απαιτεί σχεδιασμό που θα υλοποιηθεί με αποφασιστικότητα και αποτελεσματικότητα. Απαιτεί γενναίες αποφάσεις και ευρείες συναινέσεις, ριζικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις. Στο πλαίσιο αυτό, η διαχείριση των κονδυλίων της προσεχούς περιόδου, συνιστά μια ιστορική πρόκληση και μοναδική ευκαιρία.
Αναφορικά με τη δημοσιονομικά, βάσει του κρατικού προϋπολογισμού για το 2022, η υψηλή ανάπτυξη που αναμένεται, εκτιμάται ότι θα επιφέρει μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος στο 1,2% του ΑΕΠ και αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους στο 189,6% του ΑΕΠ. Ακόμη πιο μακροπρόθεσμα, η προοπτική είναι η περαιτέρω μείωση του ελλείμματος ως το τέλος του 2023 και η επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα. Επιπλέον, ωφελούμενη από το φιλοεπενδυτικό προφίλ της τελευταίας διετίας, η χώρα μας έχει πετύχει ευνοϊκούς όρους για τον δημόσιο δανεισμό της, με ιστορικά χαμηλά επιτόκια, ενισχύοντας τη ρευστότητα και τα ταμειακά της διαθέσιμα.
Παρά τα θετικά μηνύματα όμως, τα νούμερα εξακολουθούν να τρομάζουν. Το εκτιμώμενο 189,6% του ΑΕΠ, μας εκτοξεύει στις πρώτες θέσεις της παγκόσμιας κατάταξης όσον αφορά το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ. Και παρά τις εκτιμήσεις της τράπεζας της Ελλάδος για τη διασφαλισμένη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητά του, το συγκεκριμένο τραύμα εξακολουθεί να αιμορραγεί, καλυμμένο από προσωρινούς δημοσιονομικούς επιδέσμους που καθαρίζουν, αλλά δεν θεραπεύουν την πληγή.
Αυτό όμως που συνδέει την ανάπτυξη της οικονομίας με την κοινωνική ευημερία και που εφαρμόζει τη θεωρία στην πράξη, είναι η ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας. Καθώς, όχι μόνο επηρεάζεται από όλα τα παραπάνω στοιχεία, αλλά αποτελεί η ίδια προϋπόθεση, για την πραγματική οικονομική ανάκαμψη. Εδώ, το ζητούμενο είναι ένα και λέγεται χρηματοδότηση. Κρατική ή ιδιωτική.
Στο μοντέλο της κρατικής χρηματοδότησης το ρίσκο μοιράζεται πλέον μεταξύ κράτους, τράπεζας και ιδιώτη. Αυτό το βλέπουμε σε όλα τα προγράμματα που τρέχουν ή θα τρέξουν, από τον αναπτυξιακό νόμο μέχρι τα κονδύλια του ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Και είναι ένα σαφώς πιο ορθολογικό μοντέλο από αυτό του παρελθόντος, όταν μοιράζονταν αφειδώς κεφάλαια προς όλες τις κατευθύνσεις. Η τραπεζική χρηματοδότηση παραμένει εδώ και χρόνια προβληματική. Έχοντας συμμορφωθεί στα πολύ αυστηρότερα σε σχέση με το παρελθόν, διεθνή κριτήρια αξιολόγησης, αποκλείει μια μεγάλη μερίδα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Μία λύση θα ήταν η προσαρμογή των κριτηρίων αυτών στα ελληνικά δεδομένα και η αξιολόγηση των επενδυτικών σχεδίων, κλάδων και προοπτικών από τις ίδιες τις τράπεζες.
Για να παραμείνουμε στη σελίδα των θετικών προοπτικών, είναι αναγκαία η επιστροφή σε μία τραπεζική κανονικότητα. Που θα έρθει με τη μείωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και την ικανότητα χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας. Για την επιχειρηματική κοινότητα, εκεί εντοπίζεται το κλειδί για μία ισχυρή μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη, που θα έχει τη δύναμη να παρακάμψει τις αναμενόμενες και μη forces majeures.