Βαδίζοντας στο τρίτο έτος της πανδημίας, έχουμε πλέον ορισμένα συγκριτικά δεδομένα. Tα οποία μας επιτρέπουν μεν να κάνουμε ασφαλέστερες εμπειρικές προβλέψεις για το μέλλον. Από την άλλη όμως, δεν μας απελευθερώνουν από το περιβάλλον αβεβαιότητας στο οποίο κινούμαστε από την αρχική εμφάνιση του Covid.
Αριθμοί εκρηκτικής ανάπτυξης, μας ωθούν. Εξωγενείς δυνάμεις πληθωρισμού, μας πιέζουν. Βελτιωμένα νούμερα στην απασχόληση, μας τραβούν μπροστά. Μια παγκόσμια ενεργειακή κρίση, μας σπρώχνει πίσω . Το εμβόλιο μας δείχνει τον δρόμο της εξόδου. Η ελλιπής εμβολιαστική κάλυψη και ο φόβος νέων μεταλλάξεων, μας επαναφέρει στην «πανδημική κανονικότητα».
Πρόκειται για μια κανονικότητα που κινείται σε μία εύθραυστη ισορροπία. Με μειωμένα τα αρνητικά συναισθήματα της υγειονομικής κρίσης. Αλλά και με αυξημένες συνέπειες από έναν τυχόν εφησυχασμό. Η ισορροπία αυτή πρέπει να διαφυλαχθεί πάση θυσία. Καθώς η απώλειά της, εγγυημένα θα απειλήσει την επιχειρηματικότητα και κατ’ επέκταση την εθνική οικονομία. Οφείλουμε λοιπόν να υφάνουμε ένα δίχτυ ασφαλείας, που θα εξασφαλίσει μία ομαλότερη πτώση σε ένα τυχόν στραβοπάτημα.
Το πιο αδύναμο, εδώ και χρόνια, σημείο της ελληνικής επιχειρηματικότητας, είναι η πρόσβαση στην τραπεζική χρηματοδότηση. Ένα σημείο που έχει αναδειχθεί σε επιμελητηριακή σημαία, με τακτική υποστολή από πραγματική ανωτέρα βία. Διότι από τα δύσκολα χρόνια της οικονομικής κρίσης, οι τράπεζες υποχρεούνται να ικανοποιήσουν μία απαιτητική σειρά ευρωπαϊκών προτύπων αξιολόγησης, προκειμένου να προχωρήσουν στη δανειοδότηση μιας μικρομεσαίας επιχείρησης.
Στην περίπτωση όμως που η αξιολόγηση περιείχε πιο δυναμικά στοιχεία, η εικόνα θα άλλαζε. Η διάγνωση για την υγεία μιας εταιρίας, ιδίως εν μέσω μιας πανδημικής κρίσης, δεν γίνεται από το στυγνό στίγμα του ισολογισμού. Είναι ένα μίγμα αριθμών και προοπτικών. Η αντικατάσταση του παραδοσιακού τραπεζίτη από δείκτες, έχει αφαιρέσει από την εξίσωση τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των αιτούμενων για δάνειο επιχειρήσεων. Η επαναφορά τους στη φιλοσοφία αξιολόγησης, πιθανώς να άλλαζε την εικόνα, δίνοντας μάλιστα ώθηση στην επιστροφή της τραπεζικής αρμονίας.
Εξίσου μεγάλης σημασίας, είναι η ταχεία ρύθμιση των υφιστάμενων δανειακών υποχρεώσεων. Καθώς οι καθυστερήσεις πολύ συχνά, μετατρέπουν την πρόοδο μιας επιχείρησης σε αδιέξοδο, ακυρώνοντας κοπιώδεις προσπάθειες και πρωτότυπες ιδέες. Η παρούσα κατάσταση, είναι ασύμφορη για όλους τους εμπλεκόμενους. Για τους δανειολήπτες, που μπλοκάρονται από χρηματοδοτικά εργαλεία και από μια δεύτερη ευκαιρία. Αλλά και για τις τράπεζες, που καθυστερούν να επανενεργοποιήσουν μια από τις βασικότερες λειτουργίες τους.
Η αντιμετώπιση του φαινομένου γίνεται ακόμη πιο επείγουσα, δεδομένης της χρονικής συγκυρίας. Η χώρα μας, ετοιμάζεται να δεχτεί ένα μεγάλο ύψος επιδοτήσεων και κονδυλίων από το ταμείο Ανάκαμψης, τον νέο Αναπτυξιακό και το νέο ΕΣΠΑ. Η απορρόφησή τους είναι ένα μεγάλο στοίχημα, καθώς πρόκειται για τεράστια ποσά, που απαιτούν την άμεση κινητοποίηση των ιδιωτικών επενδύσεων και συνεργειών. Ο δανειοδοτικός ρόλος των τραπεζών είναι σχεδόν αυτονόητος, για την επιτυχία του εγχειρήματος.
Αυτό που χρειάζεται επομένως, είναι μια αλλαγή τραπεζικής φιλοσοφίας. Η οποία θα επιτρέψει στους μικρομεσαίους επιχειρηματίες να ενταχθούν, τόσο στις λίστες των δανειοληπτών, όσο και σε αυτές των επιλέξιμων υποψηφίων για τα αναπτυξιακά προγράμματα. O πιο υπεύθυνος τρόπος για την αλλαγή αυτή, που δεν εγκυμονεί την απειλή επιστροφής σε λάθη του παρελθόντος και στην ασύστολη διανομή χρημάτων άνευ κριτηρίων, έγκειται στην επιτάχυνση των δανειακών ρυθμίσεων και την παροχή κινήτρων στους καλοπληρωτές δανειολήπτες της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας.
Η προώθηση και η χρήση εξωδικαστικών μηχανισμών, είναι ένα τέτοιο κίνητρο. Ο χρόνος που εξοικονομείται είναι πολύτιμος, τόσο για τον δανειολήπτη, όσο και για τον ιδιοκτήτη της απαίτησης. Πρόκειται για μία αμοιβαία επικερδή λύση, με περιορισμένο οικονομικό κόστος. Που μπορεί να μεταμορφώσει τη διαδικασία της επιχειρηματικής δανειοληψίας, από άγονη γραμμή εμποδίων, σε ωφέλιμη μηχανή ανάπτυξης.