Γραφείο Τύπου   /   Αρθρα Προέδρου ΕΒΕΑ


ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ | Κοινωνικά Υπεύθυνη Πολιτική

Το 2020 η Ελλάδα - όπως και όλες οι χώρες στον κόσμο - βρέθηκε μπροστά σε μια πρωτοφανή διεθνή υγειονομική κρίση που ανέκοψε και αντέστρεψε την πορεία ανάκαμψης στην οποία είχε τεθεί η ελληνική οικονομία. Επιστρέψαμε, για μια ακόμη φορά μέσα σε δέκα χρόνια, στην ύφεση στην αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος και του χρέους. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της κυβέρνησης το ΑΕΠ της χώρας θα συρρικνωθεί φέτος κατά 10,5% ενώ οι πραγματικές επενδύσεις θα μειωθούν κατά 14,3%.

Οι πρόσφατες εξελίξεις και γενικότερα η πρόοδος που συντελείται στο θέμα της ανακάλυψης εμβολίου, δημιουργούν προσδοκίες για το τέλος της πανδημίας και την ανάκαμψη των οικονομιών, μετά το δεύτερο εξάμηνο του 2021. Ωστόσο, θα χρειαστεί να περάσει αρκετός καιρός, ίσως και τρία χρόνια, για να κλείσουν οι πληγές που άνοιξε η υγειονομική κρίση στην ελληνική οικονομία.

Ιδιαίτερα οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δίνουν μάχη επιβίωσης και για 200.000 από αυτές είναι ορατός ο κίνδυνος να μην ανοίξουν ξανά, μετά την πανδημία.

Τα μέτρα που έχουν ληφθεί από την κυβέρνηση για τη στήριξη του ιδιωτικού τομέα, δεν αρκούν για να περιορίσουν το μέγεθος της καταστροφής που απειλεί τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα. Είναι σημαντικό να σημειωθεί, ότι στο τραπεζικό σύστημα της χώρας έχουν πραγματική πρόσβαση 15.000 – 25.000 περίπου μεγάλες επιχειρήσεις, ενώ στο κρατικό σύστημα στήριξης, μέσω επιχειρήσεων και δανείων έχουν πρόσβαση περίπου 100.000 επιχειρήσεις. Οι αριθμοί αυτοί αντιστοιχούν συνολικά στο 10% των ενεργών ΑΦΜ. Οι υπόλοιπες επιχειρήσεις, μικρές και πολύ μικρές στη συντριπτική τους πλειονότητα, έχουν μείνει μόνες σε αυτή την καταιγίδα, χωρίς χρηματοπιστωτικά εργαλεία.

Για να επιτύχουμε την αποφυγή μιας τέτοιας καταστροφής, θα πρέπει να διασφαλίσουμε συγκεκριμένες προϋποθέσεις:

Να διατεθούν περισσότεροι πόροι για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας στην αγορά και ειδικά στις μικρές επιχειρήσεις. Το πρόγραμμα που υλοποιείται σήμερα με πόρους του ΕΣΠΑ για την ενίσχυση των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων με κεφάλαια κίνησης χωρίς επιστροφή, έχει προϋπολογισμό 250 εκατ. ευρώ. Οι πόροι αυτοί θα πρέπει να αυξηθούν σε επίπεδα άνω των 2 δισ. ευρώ, ώστε αποτελέσουν «γραμμή ζωής» για τις μικρές επιχειρήσεις.

Να αξιοποιηθούν αποτελεσματικά τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, στο πλαίσιο ενός συνεκτικού σχεδίου.

Να σχεδιάσουμε από τώρα το πώς η Ελλάδα θα διαχειριστεί τις δημοσιονομικές επιπτώσεις της κρίσης. Σε αυτό το πλαίσιο η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να κινηθεί δυναμικά και να πρωτοστατήσει, ώστε και σε ελληνικό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο να αποφασιστεί η λεγόμενη συγχώρεση χρέους (debt forgiveness) δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στα κράτη να διαγράψουν χρέη προς το Δημόσιο που αφορούν τις πληγείσες από τον κορονοϊό επιχειρήσεις. Και αυτό γιατί οι προτεινόμενες αναστολές πληρωμές των χρεών δεν οδηγούν πουθενά, αντίθετα μάλιστα συσσωρεύουν τα χρέη των επιχειρήσεων στο μέλλον.

Είναι, επίσης, σημαντικό η προσπάθεια αυτή να στηριχθεί κυρίως στην εκλογίκευση των δημοσίων δαπανών και στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, αντί της υπερφορολόγησης και της μείωσης των δημοσίων επενδύσεων, όπως έγινε στο παρελθόν, με ολέθριες συνέπειες για την ανάπτυξη της οικονομίας.

Αυτό που θα χρειαστεί, ωστόσο, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, είναι εθνική ομοψυχία και συναίνεση. Ο διχασμός, οι ιδεοληψίες, η προσκόλληση σε κοντόφθαλμες σκοπιμότητες, έβλαψαν τη χώρα στη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας. Ας μάθουμε, λοιπόν, από τα λάθη του παρελθόντος, ας πάψουμε να σπαταλάμε δυνάμεις σε μάχες εντυπώσεων. Ας επενδύσουμε σε έναν ειλικρινή και έντιμο διάλογο, με στόχο τη διαμόρφωση ενός συνεκτικού, ολοκληρωμένου σχεδίου για το τι πρέπει να γίνει στη χώρα στα επόμενα χρόνια. Η Ελλάδα μπορεί να τα καταφέρει, για άλλη μια φορά.

 

 

 

27/12/2020 ΠΗΓΗ: Γραφείο Τύπου



 

  • 
ΓΕΜΗ