Γραφείο Τύπου   /   Αρθρα Προέδρου ΕΒΕΑ


DEAL NEWS | Για τον κατώτατο μισθό

Η απόφαση της κυβέρνησης για αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2% από τον Ιανουάριο του 2022 αποτελεί τη χρυσή τομή για την κοινωνική συνοχή, καθώς δίνει έστω και μικρές ανάσες στους εργαζόμενους, ενώ η επιβάρυνση που επιφέρει στο σύνολο των επιχειρήσεων είναι διαχειρίσιμη. Η αύξηση αυτή είναι μια ακόμη θετική εξέλιξη, μετά τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών τους κατά 1,63% από τον Ιανουάριο του 2021, ενώ η πραγματική αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού αυξήθηκε στη διάρκεια της περασμένης χρονιάς κατά 1,3% λόγω του αποπληθωρισμού. 
 
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του ΕΦΚΑ – τον Φεβρουάριο του 2020 – ο μέσος μισθός πλήρους απασχόλησης ανερχόταν στα 1.187 ευρώ, επομένως ο κατώτατος μισθός αντιστοιχεί στο 55% του μέσου μισθού. Η Ελλάδα βρίσκεται στη μέση της κατάταξης των 21 μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που έχουν νομοθετημένο κατώτατο μισθό, ενώ οι κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας μπορούν να ορίζουν όρια αμοιβών ανώτερα του νομοθετημένου κατώτατου μισθού. 
 
Πρέπει, τέλος, να επισημανθεί ότι στη χώρα μας καταβάλλονται 14 μισθοί στον ιδιωτικό τομέα, επομένως το ποσό που επιμερίζεται σε κάθε μήνα αντιστοιχεί σε 758 ευρώ, ενώ με βάση τη νομοθεσία προβλέπεται και προσαύξηση μέχρι και 30%, ανάλογα με τα έτη προϋπηρεσίας που έχει συμπληρώσει ο εργαζόμενος πριν το 2012. 
 
Προφανώς ο κατώτατος μισθός δεν αρκεί για να εξασφαλίσει ένα ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης. Η ενίσχυση των εισοδημάτων των εργαζομένων είναι και πρέπει να παραμείνει στόχος προτεραιότητας για την Πολιτεία. Το κλειδί για την επίτευξη αυτού του στόχου, όμως, δεν είναι η αύξηση με νομοθετικές ρυθμίσεις, αλλά η διασφάλιση προϋποθέσεων για τη δημιουργία περισσότερων, σταθερών και καλύτερα αμειβόμενων θέσεων εργασίας. 
 
Αυτό κατ’ αρχήν περνά από τη διασφάλιση ενός σύγχρονου πλαισίου στην αγορά εργασίας, που ευνοεί την αύξηση της απασχόλησης και καταπολεμά παραβατικές συμπεριφορές, οι οποίες λειτουργούν σε βάρος τόσο των εργαζομένων όσο και των συνεπών, νομοταγών επιχειρήσεων. Ο νόμος που ψηφίστηκε πρόσφατα ήταν ένα θετικό βήμα σε αυτή την κατεύθυνση, εκσυγχρονίζοντας την εργασιακή νομοθεσία σε αρκετά σημεία και καθιερώνοντας την ψηφιακή κάρτα εργασίας.
 
Εξίσου απαραίτητη είναι η επένδυση στην ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού της χώρας. Η αναβάθμιση των δεξιοτήτων, με βάση τις σύγχρονες ανάγκες της οικονομίας και της αγοράς, κυρίως σε ψηφιακές και «πράσινες» δεξιότητες, είναι μείζον ζητούμενο, για να ενισχυθεί τόσο η απασχολησιμότητα των εργαζομένων όσο και η παραγωγικότητα των επιχειρήσεων. Απαιτούνται, λοιπόν, βαθιές μεταρρυθμίσεις, σε όλα τα επίπεδα της εκπαίδευσης και της δια βίου μάθησης. Ειδικά στον τομέα της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην εισαγωγή νέων αντικειμένων, στην αναβάθμιση του συστήματος πιστοποίησης, στη διαρκή παρακολούθηση και αξιολόγηση των προγραμμάτων, αλλά και στη στενότερη συνεργασία με τους φορείς της αγοράς.
Όπως τα Επιμελητήρια έχουν υποστηρίξει επανειλημμένα, το βασικό πρόβλημα στην ελληνική αγορά εργασίας,  ξεκινά από την οικονομία της χώρας. Είναι το ότι δεν διαθέτουμε μέχρι τώρα μια ισχυρή παραγωγική βάση, ικανή να υποστηρίζει βιώσιμες και καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας. Αν δεν διορθωθεί αυτό το πρόβλημα, δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε πραγματικά ανταγωνιστική αγορά εργασίας και αύξηση των εισοδημάτων. 
 
Πρέπει να δημιουργηθούν συνθήκες, οι οποίες θα επιτρέψουν στις επιχειρήσεις να αναπτυχθούν, να υλοποιήσουν σχέδια και να επενδύσουν στο ανθρώπινο δυναμικό της χώρας. Σήμερα. οι περισσότερες επιχειρήσεις δίνουν μάχη για να διαχειριστούν τα προβλήματα που δημιούργησε η πανδημία. Χρειάζονται να στηριχθούν με κατάλληλα μέτρα, χρηματοδοτικά κίνητρα και θεσμικές παρεμβάσεις, ώστε να μπορέσουν όχι μόνο να κρατηθούν στη ζωή, αλλά και να οργανώσουν την ανάπτυξη της επόμενης μέρας.  Οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ θα πρέπει να αξιοποιηθούν για την κινητοποίηση νέων επενδύσεων και τη συστηματική ενθάρρυνση της επιχειρηματικής μεγέθυνσης, με στόχο την ενίσχυση της παραγωγικής βάσης και των δυνατοτήτων της ελληνικής οικονομίας, αλλά και ευκαιριών σε περισσότερους ανθρώπους να ενταχθούν στην αγορά εργασίας και να βελτιώσουν το βιοτικό τους επίπεδο. 
Είναι σωστή η σταδιακή, λελογισμένη αύξηση του κατώτατου μισθού, σε διάλογο με την αγορά και σε συνδυασμό με την παροχή ανάλογων ελαφρύνσεων προς τις επιχειρήσεις. Όμως, η προσπάθεια για συνεκτική ανάπτυξη, για υψηλότερα εισοδήματα, για καταπολέμηση της φτώχειας και της περιθωριοποίησης είναι πολύ ευρύτερη. Είναι μια προσπάθεια που οφείλουμε στις τωρινές, αλλά και στις επόμενες γενιές.
 

06/08/2021 ΠΗΓΗ: Γραφείο Τύπου



 

  • 
ΓΕΜΗ