Γραφείο Τύπου   /   Αρθρα Προέδρου ΕΒΕΑ


ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ | Κατώτατος μισθός και εισοδήματα

Ο νομοθετημένος κατώτατος μισθός είναι ένα μέτρο που εφαρμόζεται σε πολλές χώρες του κόσμου – μεταξύ αυτών και σε 21 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης – προκειμένου να διασφαλιστεί ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης για τους εργαζόμενους. 
 
Σήμερα, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του ΕΦΚΑ – τον Φεβρουάριο του 2020 – ο μέσος μισθός πλήρους απασχόλησης ανερχόταν στα 1.187 ευρώ, επομένως ο κατώτατος μισθός αντιστοιχεί στο 55% του μέσου μισθού. Η Ελλάδα βρίσκεται στη μέση της κατάταξης των 21 μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που έχουν νομοθετημένο κατώτατο μισθό, ενώ οι κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας μπορούν να ορίζουν όρια αμοιβών ανώτερα του νομοθετημένου κατώτατου μισθού. 
 
Με την πρόσφατη σχετική απόφαση της κυβέρνησης, ο κατώτατος μισθός θα αυξηθεί από τον Ιανουάριο του 2022 κατά 2%, φθάνοντας από τα 650 ευρώ που είναι σήμερα, στα 663 ευρώ το μήνα, ή 773,5 ευρώ αν συνυπολογισθεί το γεγονός ότι καταβάλλονται 14 μισθοί το χρόνο. Η εξέλιξη αυτή είναι, ουσιαστικά, μια χρυσή τομή, η οποία ενισχύει έστω και οριακά, το εισόδημα των εργαζομένων, χωρίς να θέτει σε άμεσο κίνδυνο τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων. Έρχεται, μάλιστα, να προστεθεί στη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων κατά 1,63% από τον Ιανουάριο του 2021, καθώς και στην αύξηση της πραγματικής αξίας του κατώτατου μισθού κατά 1,3% στη διάρκεια της περασμένης χρονιάς, εξαιτίας του αποπληθωρισμού. 
 
Αρκεί ο κατώτατος μισθός για να ζήσει αξιοπρεπώς ένας εργαζόμενος, μια οικογένεια; Προφανώς όχι και γι’ αυτό η ενίσχυση των εισοδημάτων, οφείλει να παραμείνει στόχος προτεραιότητας για όλους. Ο στόχος αυτός, όμως, απαιτεί συντονισμένη προσπάθεια σε ευρύτερο επίπεδο. Απαιτεί ένα σύγχρονο πλαίσιο στην αγορά εργασίας, το οποίο ευνοεί την απασχόληση και καταπολεμά αθέμιτες πρακτικές. Απαιτεί μέτρα για τον περιορισμό του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας, με μείωση της φορολογίας και των ασφαλιστικών εισφορών. Απαιτεί αναβάθμιση της δια βίου εκπαίδευσης, της κατάρτισης και της επανακατάρτισης, για την καλλιέργεια σύγχρονων δεξιοτήτων – π.χ. ψηφιακών και «πράσινων» - οι οποίες αποτρέπουν την περιθωριοποίηση εργαζομένων, ενισχύουν την απασχολησιμότητα, αλλά και την παραγωγικότητα της εργασίας. Απαιτεί, κυρίως, τη δημιουργία συνθηκών οι οποίες επιτρέπουν την αύξηση της ζήτησης στην αγορά εργασίας: συνθήκες, οι οποίες επιτρέπουν στις επιχειρήσεις να αναπτυχθούν, να επενδύσουν, να δημιουργήσουν περισσότερες και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας. 
 
Το τελευταίο διάστημα έχουν υπάρξει θετικά βήματα για τη διαμόρφωση αυτών των προϋποθέσεων. Με το νέο εργασιακό προχώρησε ο εκσυγχρονισμός της νομοθεσίας σε αρκετά σημεία και καθιερώθηκαν νέα εργαλεία, για την προστασία των εργαζομένων και των νομοταγών επιχειρήσεων, όπως η ψηφιακή κάρτα εργασίας. Υπήρξαν, επίσης, ελαφρύνσεις στη φορολογία των επιχειρήσεων, οι οποίες αναμένουμε να επεκταθούν, μόλις το επιτρέψουν οι δημοσιονομικές συνθήκες στη χώρα. 
 
Κυρίως, μέσω του Ταμείου Ανάπτυξης και του ΕΣΠΑ, έχουν εξασφαλιστεί για τα επόμενα χρόνια σημαντικοί πόροι για την κινητοποίηση νέων επενδύσεων και για την ενίσχυση των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού. Οι πόροι αυτοί πρέπει να αξιοποιηθούν αποτελεσματικά, με σχέδιο και συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων φορέων, προκειμένου να οδηγήσουν στην ενίσχυση της παραγωγικής βάσης της οικονομίας, στην αύξηση των προσφερόμενων θέσεων εργασίας και των ευκαιριών για βελτίωση του βιοτικού επιπέδου όσο το δυνατόν περισσότερων εργαζομένων. 
 
Η προσπάθεια για ενίσχυση των εισοδημάτων και της κοινωνικής συνοχής περνά από την ενίσχυση της ανάπτυξης και της παραγωγικότητας της οικονομίας, από μια ολοκληρωμένη πολιτική απασχόλησης, από ένα σύγχρονο και δίκαιο πλαίσιο στην αγορά εργασίας. Σε αυτούς τους τομείς οφείλουμε από κοινού να εστιάσουμε. 
 

06/08/2021 ΠΗΓΗ: Γραφείο Τύπου



 

  • 
ΓΕΜΗ