Το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών θεωρεί ότι
Ι. Η φετινή Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης βρίσκει την πραγματική οικονομία της χώρας, σε μια κατάσταση που δυστυχώς δικαιώνει όλους όσοι υποστήριζαν, όλον αυτόν το χρόνο, ότι ακολουθούμε λάθος πορεία. Παρά τη φορολόγηση των πάντων και την ακραία λιτότητα που επιβλήθηκαν, κατ’ εντολήν της Τροϊκας, το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας όχι μόνο δεν επιλύθηκε, αλλά αντιθέτως διογκώθηκε. Η ύφεση σταθεροποιήθηκε σε υψηλά επίπεδα, η ανεργία και η φτώχεια διευρύνθηκαν εξαιρετικά επικίνδυνα για την κοινωνική συνοχή. Ταυτόχρονα, με ανέπαφες τις χρόνιες παθογένειες της κρατικής μηχανής, με τον παραγωγικό μας ιστό σε σταθερή πορεία διάλυσης και με την απώλεια μέρους της εθνικής μας κυριαρχίας, οι λίγες ελπίδες για ορατή διέξοδο από την κρίση και την υποτιμητική για την εθνική αξιοπρέπειά μας, αυστηρή επιτήρηση, απομακρύνονται όλο και περισσότερο.
Δυστυχώς, οι εκτιμήσεις αυτές του ΕΒΕΑ επαληθεύτηκαν, αφού κανένας στόχος του μνημονίου δεν υλοποιήθηκε (ούτε το χρέος έγινε βιώσιμο, ούτε στις αγορές μπορούμε να βγούμε στο ορατό μέλλον, ούτε η ανάπτυξη φάνηκε στον ορίζοντα) γεγονός που κατέστησε αναγκαία την επιβολή ενός νέου αδιέξοδου μνημονίου, το οποίο απλά αυστηροποιούσε το προηγούμενο με νέες δανειακές επιβαρύνσεις και νέους βαρύτατους φόρους, χωρίς και πάλι καμιά αναπτυξιακή κατεύθυνση.
Δυστυχώς και πάλι, η «μαύρη τρύπα» των 4,6 δισ. ευρώ του κρατικού προϋπολογισμού, το πρώτο εξάμηνο της χρονιάς και οι σχετικές τάσεις επιβεβαίωσαν φόβους και ανησυχίες για πρόσθετη λιτότητα, πέραν και εκείνης των 6,5 δισ. ευρώ που αντιστοιχεί στις ήδη αποφασισμένες παρεμβάσεις, οι οποίες θα υλοποιηθούν μέσα στο B εξάμηνο του 2011.
Το γεγονός ότι, από την 29η Ιουνίου, οπότε και ψηφίστηκε στη Βουλή το «μεσοπρόθεσμο», φθάσαμε μετά από είκοσι ημέρες, στην έκτακτη Σύνοδο Κορυφής της 21ης Ιουλίου με θέμα την επείγουσα αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους μας, ώστε να καταστεί διαχειρίσιμο, αποτελεί επίσημη παραδοχή της αποτυχίας της οικονομικής πολιτικής που η Τροϊκα μας επέβαλε.
ΙΙ. Πέραν, όμως, των δυσμενών αυτών εθνικών εξελίξεων, επιδείνωση παρουσιάζει και η οικονομική κατάσταση στην Ευρωζώνη, η οποία, σε συνδυασμό με την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης και τις τελευταίες απώλειες σε όλες, σχεδόν, τις χρηματιστηριακές αγορές, περιορίζουν αισθητά, τα περιθώρια που διαθέτουμε για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των οικονομικών μας προβλημάτων, αλλά και τις αντοχές των κοινοτικών μας εταίρων, για συμμετοχή σε προγράμματα στήριξης της ελληνικής οικονομίας.
ΙΙΙ. Η χώρα αντιμετωπίζει, σήμερα, δύο σοβαρότατα, στρατηγικής φύσεως, αλληλοεπηρεαζόμενα προβλήματα:
«Κλειδί» για την αντιμετώπιση και των δύο αυτών προβλημάτων, σε καθαρά εθνικό επίπεδο τουλάχιστον, είναι η ανάπτυξη, την οποία όμως αγνόησε πλήρως, τόσο η Τροϊκα, όσο και η κυβέρνηση.
Μόνο μέσω μιας ταχύρρυθμης και βιώσιμης ανάπτυξης μπορούμε να εξαφανίσουμε, χωρίς παρενέργειες και παράπλευρες απώλειες τα κρατικά ελλείμματα και να αρχίσουμε να περιορίζουμε το δημόσιο χρέος.
Η δημοσιονομική εξυγίανση της χώρας είναι επιβεβλημένη, αλλά σε βάθος χρόνου (μία δεκαετία τουλάχιστον) προκειμένου οι απαιτούμενες θυσίες να μη διαλύσουν τον παραγωγικό ιστό και την κοινωνική συνοχή. Το λάθος της Τροϊκας και της κυβέρνησης είναι ότι έθεσαν ως προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής, σε περίοδο ύφεσης και υψηλής ανεργίας, την ταχεία μείωση των κρατικών ελλειμμάτων, αναμένοντας ότι η υλοποίηση του στόχου αυτού θα δημιουργούσε αυξημένη εμπιστοσύνη, η οποία θα έφερνε νέες επενδύσεις και ανάπτυξη.
Η περιστολή, όμως, των κρατικών δαπανών και η αύξηση των φόρων βάθυναν την ύφεση, με συνέπεια ούτε τα δημόσια ελλείμματα της χώρας να μειωθούν, ούτε η εμπιστοσύνη των διεθνών αγορών στις προοπτικές της οικονομίας μας να αποκατασταθεί.
Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των αγορών εξασφαλίζεται μόνο με την επανεκκίνηση της παραγωγικής μας μηχανής και την προσέλκυση επενδύσεων.
Γι’ αυτό, ως προτεραιότητα, η κυβέρνηση και η Τροϊκα, θα έπρεπε εξ’ αρχής να θέσουν την ανάπτυξη και τις επενδύσεις, που δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας, αυξάνουν τον παραγόμενο πλούτο και τα φορολογικά εσόδα, ώστε η μείωση ελλειμμάτων και χρεών να καταστεί πιο εύκολη, έστω και με μια μικρή καθυστέρηση και ένα ελάχιστο πρόσθετο κόστος.
Υπάρχουν ορισμένοι οικονομικοί κανόνες, ευρύτατης αποδοχής, που κανένας δεν μπορεί ανέξοδα να αγνοεί:
Όλοι όμως αυτοί οι κανόνες αγνοήθηκαν από την Τροϊκα και την Κυβέρνηση, με συνέπεια, τα μνημόνια να χρεοκοπήσουν, το μεσοπρόθεσμο να θεωρείται, ήδη, πριν καν αρχίσει, ξεπερασμένο και εξωπραγματικό και το αδιέξοδο της πολιτικής που ακολουθείται τους τελευταίους είκοσι μήνες δεδομένο.
Η άμεση εγκατάλειψη της πολιτικής αυτής αποτελεί τη μόνη ελπίδα για τους εργαζόμενους, για τις επιχειρήσεις, για τους ίδιους τους δανειστές μας, αλλά και για τις προοπτικές γενικότερα της χώρας.
ΙV. Στο πλαίσιο της επιτακτικά αναγκαίας αλλαγής πλεύσης στον τομέα της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής, σκόπιμη θεωρούμε την άμεση υιοθέτηση των κάτωθι μέτρων, που αποτελούν το minimum των αναγκαίων προϋποθέσεων για την επανεκκίνηση της οικονομίας.
α. Μείωση Φορολογικών Επιβαρύνσεων
β. Εξυγίανση Δημόσιου Τομέα
Ο εκσυγχρονισμός της διοικητικής «μηχανής» της χώρας αποτελεί καθοριστική προϋπόθεση, όχι μόνο για τη μείωση των συνολικών κρατικών δαπανών, η οποία σε συνδυασμό με την πάταξη της φοροδιαφυγής, αποτελεί μονόδρομο για τη δημοσιονομική εξυγίανση, αλλά και για την άρση σοβαρών αντικινήτρων επιχειρηματικής δραστηριοποίησης και την ανάκαμψη της οικονομίας.
Η δημιουργία, όμως, ενός αποτελεσματικού, σύγχρονου δημόσιου τομέα απαιτούσε, ένα συνολικό αξιόπιστο όραμα, έναν ορθολογικό στρατηγικό σχεδιασμό, σύνθετες παρεμβάσεις και τολμηρές τομές που δεν υπήρξαν.
Αντ’ αυτών, είδαμε μόνο ισοπεδωτικές περικοπές αμοιβών, γενικές απαγορεύσεις πρόσληψης νέων υπαλλήλων και ισορροπητικούς συμβιβασμούς με κομματικά και συνδικαλιστικά «οχυρά», που διαιωνίζουν παθογένειες και οξύνουν τα σχετικά προβλήματα.
Αρκεί, βέβαια, η μείωση αυτή του κράτους να μην αντισταθμίζεται με την ίδρυση νέων κρατικών φορέων προκειμένου να εξυπηρετηθούν κάποια νέα συμφέροντα και κυρίως, στους δημόσιους οργανισμούς που διαλύονται να μη συμπεριλαμβάνονται και φορείς που μπορούν, εάν αξιοποιηθούν αποτελεσματικά, να προσφέρουν αξιόλογο αναπτυξιακό έργο.
γ. Αποκρατικοποιήσεις – Αξιοποίηση Ακίνητης Κρατικής Περιουσίας
Η ιδιωτικοποίηση κρατικών επιχειρήσεων και η καλύτερη αξιοποίηση της κρατικής περιουσίας, ενθαρρύνουν την επέκταση των ιδιωτικών επενδύσεων και διευρύνουν τα κρατικά έσοδα, ενώ ενισχύουν και τον ανταγωνισμό.
Γι’ αυτό τόσα χρόνια το ΕΒΕΑ ζητούσε, επίμονα, την επιτάχυνση των σχετικών διαδικασιών.
Δυστυχώς και στον τομέα αυτό, υπήρξε σημαντική καθυστέρηση, με συνέπεια η ύφεση να διαφοροποιήσει τα σχετικά δεδομένα, καθιστώντας εξαιρετικά φιλόδοξους του στόχους του σχετικού προγράμματος.
Ελπίζουμε ότι οι σημερινές, πρωτόγνωρες, τραυματικές εμπειρίες των πολιτικών μας εξουσιών και του απλού φορολογούμενου έθεσαν οριστικά στο περιθώριο τις πρακτικές αυτές και γι’ αυτό θεωρούμε εφικτή τη λειτουργία και αποδοτικών κρατικών μονάδων, στην υπηρεσία της αναπτυξιακής διαδικασίας, μετά από τις κατάλληλες οργανωτικές, διοικητικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις. Παραδείγματα τέτοιων επιχειρήσεων υπάρχουν πολλά στο διεθνή χώρο (η Singapore Airlines, η βραζιλιάνικη Embraer, η κορεάτικη Posco κ.α.).
Οι αποκρατικοποιήσεις σήμερα, δεν αποτελούν πανάκεια – όπως ισχυρίζονται οι ισχυροί δανειστές μας – για την επίλυση των οικονομικών μας προβλημάτων και γι’ αυτό θα πρέπει να αποφευχθούν άκριτες και κυρίως, χωρίς πλήρη διαφάνεια, ιδιωτικοποιήσεις.
Τα κύρια κριτήρια για τη λήψη των σχετικών αποφάσεων, με δεδομένο ότι τα συνολικά δημοσιονομικά οφέλη από τις ιδιωτικοποιήσεις δε θα είναι πολλά, πρέπει να εντοπισθούν στις καθαρά αναπτυξιακές διαστάσεις (μοχλός επιτάχυνσης των νέων επενδύσεων και παράγοντας βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας) της κάθε αποκρατικοποίησης.
Αναμφισβήτητα, τα αποτελέσματα των τελευταίων “stress tests” έδειξαν πως το τραπεζικό μας σύστημα πέρασε με επιτυχία και τη δοκιμασία αυτή.
Το γεγονός αυτό, όμως, δε θα πρέπει να μας καθησυχάζει, ούτε να μας αποπροσανατολίζει από υπαρκτά προβλήματα.
Η υψηλή έκθεση των πιστωτικών μας ιδρυμάτων σε κρατικά ομόλογα δημιουργεί κινδύνους βιωσιμότητας των τραπεζών μας, τους οποίους τα ανωτέρω stress tests είχαν έντονα υποβαθμίσει, ενώ παράλληλα αδρανοποιεί τον καθαρά αναπτυξιακό ρόλο του χρηματοπιστωτικού τομέα, που είναι η τροφοδοσία με υγιείς πόρους της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, των νέων επιχειρηματικών πρωτοβουλιών, της παραγωγικής και εξαγωγικής διαδικασίας.
Η ανάγκη, κατά συνέπεια, ενίσχυσης της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών μας, αύξησης του μεγέθους τους μέσω ενδοκλαδικών συγχωνεύσεων, για να περιορισθούν και οι κίνδυνοι αφελληνισμού του τραπεζικού μας συστήματος και κυρίως, αλλαγής νοοτροπιών εκ μέρους των διοικήσεών τους (μικρότερη σημασία στις εμπράγματες ασφάλειες και περισσότερη σε αναπτυξιακά επιχειρηματικά οράματα και καινοτόμες εξωστρεφείς ιδέες) είναι επιτακτική.
Η σημερινή, πάντως, έλλειψη ρευστότητας, αποτελεί απαγορευτικό παράγοντα για κάθε σκέψη νέων παραγωγικών επενδύσεων ή αυξημένης παραγωγικής δραστηριότητας.
Είναι ενδεικτικό ότι ο ρυθμός της συνολικής πιστωτικής επέκτασης προς τον ιδιωτικό τομέα, που από τον Ιανουάριο, φέτος, διαμορφώθηκε για πρώτη φορά σε αρνητικό επίπεδο (-0,2%) έφθασε τον Ιούνιο στο -1,2%. Μπροστά στην κατάσταση αυτή, η άμεση εξόφληση των πάσης φύσεως οφειλών του κράτους προς τον ιδιωτικό τομέα θεωρείται ηθική και αναπτυξιακή προτεραιότητα.
Τέλος, όσον αφορά τις τράπεζες, είναι απαραίτητο να διασφαλιστεί η αυστηρή τήρηση των κριτηρίων δανειοληψίας, με ορθό συνυπολογισμό του πιστωτικού κινδύνου. Θα πρέπει κάποια στιγμή να συνειδητοποιήσουμε ότι η παροχή δανεισμού, πέρα από μοχλός ανάπτυξης, είναι και ζήτημα ευθύνης. Κι αυτή η ευθύνη θα πρέπει να αντικατοπτρίζεται ξεκάθαρα, τόσο στις πολιτικές των ίδιων των τραπεζών, όσο και στην εποπτεία που ασκούν οι αρμόδιες αρχές
Τα τελευταία δειλά βήματα που έκαναν οι Ευρωπαίοι ηγέτες, στον τομέα της οικονομικής διακυβέρνησης της Ε.Ε., δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να αποτελέσουν αφορμή για εφησυχασμό.
Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δώσουν, με συντονισμένες κινήσεις, στην εξυγίανση της λειτουργίας των χρηματαγορών, στη βάση μιας σειράς από κοινά αποδεκτούς κανόνες, οι οποίοι θα έχουν καθολική ισχύ, ώστε να μην οδηγηθούμε σε έναν καταστροφικό ανταγωνισμό, με κριτήριο τη χαλαρότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος κάθε χώρας.
Ανάμεσα στις προτεραιότητες αυτής της προσπάθειας, όπως το ΕΒΕΑ έχει ήδη επισημάνει, πιστεύουμε ότι θα πρέπει να τεθούν δράσεις όπως:
Η εκλογίκευση του μισθολογικού κόστους, ιδιαίτερα σε περιόδους ύφεσης, είναι ένας από τους παράγοντες βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας, που ασφαλώς θα πρέπει να αξιοποιείται - ει δυνατόν συναινετικά – λαμβάνοντας όμως πάντοτε υπόψη ότι η αμοιβή του εργαζόμενου κατευθύνεται, στο σύνολό της, στη ζήτηση προϊόντων των ελληνικών, κατά βάση, επιχειρήσεων.
Την ανταγωνιστικότητα όμως, της παραγωγής μας, βελτιώνουν και άλλοι παράγοντες, τους οποίους δε θα πρέπει να υποβαθμίζουμε:
V. Συμπερασματικά, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι για να εισέλθει η οικονομία μας σε αναπτυξιακό κύκλο, είναι επιβεβλημένη η άμεση αλλαγή της δημοσιονομικής πολιτικής.
Το ΕΒΕΑ θεωρεί ότι η άποψη αυτή γίνεται τώρα ευρύτερα αποδεκτή, παρόλον ότι η Τροϊκα δε φαίνεται ακόμη έτοιμη να αποδεχθεί το αυτονόητο (οι κάποιες άτυπες αναφορές σε σχέδιο Μάρσαλ για την Ελλάδα δε συνοδεύονται, δυστυχώς με συγκεκριμένα μέτρα).
Ούτε όμως η είσοδος της οικονομίας μας σε αναπτυξιακή, απλά, τροχιά τα επόμενα χρόνια, δεν είναι αρκετή για τη σταθεροποίηση – πολύ περισσότερο δε για τη αύξηση – του ΑΕΠ. Για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός απαιτούνται:
Τα δεδομένα αυτά προβληματίζουν ιδιαίτερα τον επιχειρηματικό κόσμο, καθώς η νέα δημοσιονομική προσαρμογή των 6,5 δισ. ευρώ για το δεύτερο εξάμηνο του 2011, που πρόσφατα αποφασίσθηκε αναμένεται να βαθύνει ακόμη περισσότερο την ύφεση και να διευρύνει ακόμη περισσότερο τις αποκλίσεις στον κρατικό προϋπολογισμό, σε καθοριστικά σημεία (έσοδα, έξοδα).
Είναι προφανές ότι κάθε σκέψη για νέο συμπληρωματικό πακέτο δημοσιονομικών μέτρων, είτε για την αντιστάθμιση των τελικών αποκλίσεων του προϋπολογισμού, είτε για συμμόρφωση σε νέες, μετά την τελευταία Σύνοδο Κορυφής, απαιτήσεις της Τροϊκας, θα έχει καταστροφικά αποτελέσματα στην πορεία της οικονομίας και στη διαχειρισιμότητα του δημόσιου χρέους, ιδιαίτερα εάν ληφθούν υπόψη οι τάσεις αύξησης των διεθνών επιτοκίων και μείωσης των ρυθμών ανάπτυξης στην ευρωζώνη.
Στο πλαίσιο αυτό, η δημιουργία ελπίδων για το μέλλον της οικονομίας περνά μέσα από την άμεση διόρθωση των αδικιών που τα διάφορα μνημόνια δημιούργησαν, ώστε να αυξηθεί η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και να τονωθεί η εγχώρια ζήτηση, από την άρση των διάσπαρτων επενδυτικών αντικινήτρων – ανάμεσα στα οποία καθοριστικό ρόλο διαδραματίζουν οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές – ώστε να ενισχυθεί η εγχώρια προσφορά, να μειωθεί η ανεργία και να περιορισθεί η υστέρηση φορολογικών εσόδων και κοινωνικών εισφορών και από τη δημιουργία ενός γενικότερου ελκυστικού επενδυτικού περιβάλλοντος, προκειμένου να προσελκυθούν ξένα και εθνικά επιχειρηματικά κεφάλαια, τα οποία, με τις καινοτομικές δραστηριότητές τους, θα μείωναν τις εισαγωγές και θα διεύρυναν τις εξαγωγές μας.
Αναγκαία ασφαλώς και χρήσιμη ήταν η αναδιάρθρωση του συνολικού δημόσιου χρέους μας, πιο κρίσιμη όμως, για το μέλλον του τόπου, θεωρούμε την αναδιάρθρωση του παραγωγικού μας δυναμικού, την ανάταξη της οικονομίας, την έξοδο από το στασιμοπληθωρισμό και κυρίως, την αντιμετώπιση της μάστιγας της ανεργίας που υποσκάπτει την κοινωνική γαλήνη.
Όροι Χρήσης |
Πολιτική Ασφάλειας |
Πολιτική Απορρήτου
Designed & Developed by Knowledge Broadband Services , Powered by e-boss