Γραφείο Τύπου   /   Υπομνήματα - Προτάσεις Προέδρου ΕΒΕΑ


ΥΠΟΜΝΗΜΑ Ε.Β.Ε.Α. ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟ & ΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ ΑΡΧΗΓΟΥΣ ΤΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ Ε.Β.Ε.Α. ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών θεωρεί ότι

Ι. Η φετινή Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης βρίσκει την πραγματική οικονομία της χώρας, σε μια κατάσταση που δυστυχώς δικαιώνει όλους όσοι υποστήριζαν, όλον αυτόν το χρόνο, ότι ακολουθούμε λάθος πορεία. Παρά τη φορολόγηση των πάντων και την ακραία λιτότητα που επιβλήθηκαν, κατ’ εντολήν της Τροϊκας, το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας όχι μόνο δεν επιλύθηκε, αλλά αντιθέτως διογκώθηκε. Η ύφεση σταθεροποιήθηκε σε υψηλά επίπεδα, η ανεργία και η φτώχεια διευρύνθηκαν εξαιρετικά επικίνδυνα για την κοινωνική συνοχή. Ταυτόχρονα, με ανέπαφες τις χρόνιες παθογένειες της κρατικής μηχανής, με τον παραγωγικό μας ιστό σε σταθερή πορεία διάλυσης και με την απώλεια μέρους της εθνικής μας κυριαρχίας, οι λίγες ελπίδες για ορατή διέξοδο από την κρίση και την υποτιμητική για την εθνική αξιοπρέπειά μας, αυστηρή επιτήρηση, απομακρύνονται όλο και περισσότερο.

  • Όταν, το Μάιο του 2010, η κυβέρνηση υπέγραψε το (πρώτο) μνημόνιο με την Τρόϊκα, το ΕΒΕΑ είχε υπογραμμίσει την αντίθεσή του στις κατευθυντήριες γραμμές που χάρασε  (οριζόντιες περικοπές αμοιβών και γενική αύξηση των φορολογικών βαρών) και είχε τονίσει ότι η οικονομική πολιτική που επέβαλε ήταν και άδικη και αναποτελεσματική.

Δυστυχώς, οι εκτιμήσεις αυτές του ΕΒΕΑ επαληθεύτηκαν, αφού κανένας στόχος του μνημονίου δεν υλοποιήθηκε (ούτε το χρέος έγινε βιώσιμο, ούτε στις αγορές μπορούμε να βγούμε στο ορατό μέλλον, ούτε η ανάπτυξη φάνηκε στον ορίζοντα) γεγονός που κατέστησε αναγκαία την επιβολή ενός νέου αδιέξοδου μνημονίου, το οποίο απλά αυστηροποιούσε το προηγούμενο με νέες δανειακές επιβαρύνσεις και νέους βαρύτατους φόρους, χωρίς και πάλι καμιά αναπτυξιακή κατεύθυνση.

  • Όταν, τον περασμένο Δεκέμβριο, ψηφιζόταν ο Προϋπολογισμός του 2011, το ΕΒΕΑ είχε επισημάνει ότι οι σχετικές προβλέψεις του δεν ήταν ρεαλιστικές και ότι σύντομα θα απαιτούνταν και νέα μέτρα.

Δυστυχώς και πάλι, η «μαύρη τρύπα» των 4,6 δισ. ευρώ του κρατικού προϋπολογισμού, το πρώτο εξάμηνο της χρονιάς και οι σχετικές τάσεις επιβεβαίωσαν φόβους και ανησυχίες για πρόσθετη λιτότητα, πέραν και εκείνης των 6,5 δισ. ευρώ που αντιστοιχεί στις ήδη αποφασισμένες παρεμβάσεις, οι οποίες θα υλοποιηθούν μέσα στο B εξάμηνο του 2011.

  • Όταν, πριν λίγους μήνες, έφθανε στη Βουλή για ψήφιση το «Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα 2012-2015», βασισμένο σε έναν ήδη εκτροχιασμένο Προϋπολογισμό, το ΕΒΕΑ εξήγησε τους λόγους για τους οποίους ήταν και αυτό ανεφάρμοστο, τονίζοντας ότι με την πολιτική που προέβλεπε, η κρίση της ελληνικής οικονομίας θα οξυνθεί ακόμη περισσότερο.

Το γεγονός ότι, από την 29η Ιουνίου, οπότε και ψηφίστηκε  στη Βουλή το «μεσοπρόθεσμο», φθάσαμε μετά από είκοσι ημέρες, στην έκτακτη Σύνοδο Κορυφής της 21ης Ιουλίου με θέμα την επείγουσα αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους μας, ώστε να καταστεί διαχειρίσιμο, αποτελεί επίσημη παραδοχή της αποτυχίας της οικονομικής πολιτικής που η Τροϊκα μας επέβαλε.

ΙΙ. Πέραν, όμως, των δυσμενών αυτών εθνικών εξελίξεων, επιδείνωση παρουσιάζει και η οικονομική κατάσταση στην Ευρωζώνη, η οποία, σε συνδυασμό με την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης και τις τελευταίες απώλειες σε όλες, σχεδόν, τις χρηματιστηριακές αγορές, περιορίζουν αισθητά, τα περιθώρια που διαθέτουμε για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των οικονομικών μας προβλημάτων, αλλά και τις αντοχές των κοινοτικών μας εταίρων, για συμμετοχή σε προγράμματα στήριξης της ελληνικής οικονομίας.

ΙΙΙ. Η χώρα αντιμετωπίζει, σήμερα, δύο σοβαρότατα, στρατηγικής φύσεως, αλληλοεπηρεαζόμενα προβλήματα:

  • Το υψηλό δημόσιο χρέος, η διαχείριση του οποίου δεν είναι εύκολη, ούτε και μετά το σχετικό «κούρεμα». Ακόμη και αν δε διευρυνθεί άλλο, λόγω νέων ελλειμμάτων, αναμφίβολα η εξυπηρέτησή του (τοκοχρεολύσια), επιβαρύνει υπερβολικά τον κρατικό προϋπολογισμό και καθίσταται απαγορευτική για την άσκηση μιας δυναμικής αναπτυξιακής και κοινωνικής πολιτικής.
  • Το υψηλό ετήσιο δημόσιο έλλειμμα, το οποίο, παρά τις διαδοχικές φορολογικές «επιδρομές» και την ακραία λιτότητα, «ανθίσταται» σταθερά, διογκώνοντας ακόμη περισσότερο κάθε χρόνο, το συνολικό δημόσιο χρέος.

«Κλειδί» για την αντιμετώπιση και των δύο αυτών προβλημάτων, σε καθαρά εθνικό επίπεδο τουλάχιστον, είναι η ανάπτυξη, την οποία όμως αγνόησε πλήρως, τόσο η Τροϊκα, όσο και η κυβέρνηση.

Μόνο μέσω μιας ταχύρρυθμης και βιώσιμης ανάπτυξης μπορούμε να εξαφανίσουμε, χωρίς παρενέργειες και παράπλευρες απώλειες τα κρατικά ελλείμματα και να αρχίσουμε να περιορίζουμε το δημόσιο χρέος.

Η δημοσιονομική εξυγίανση της χώρας είναι επιβεβλημένη, αλλά σε βάθος χρόνου (μία δεκαετία τουλάχιστον) προκειμένου οι απαιτούμενες θυσίες να μη διαλύσουν τον παραγωγικό ιστό και την κοινωνική συνοχή. Το λάθος της Τροϊκας και της κυβέρνησης είναι ότι έθεσαν ως προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής, σε περίοδο ύφεσης και υψηλής ανεργίας, την ταχεία μείωση των κρατικών ελλειμμάτων, αναμένοντας ότι η υλοποίηση του στόχου αυτού θα δημιουργούσε αυξημένη εμπιστοσύνη, η οποία θα έφερνε νέες επενδύσεις και ανάπτυξη.

Η περιστολή, όμως, των κρατικών δαπανών και η αύξηση των φόρων βάθυναν την ύφεση, με συνέπεια ούτε τα δημόσια ελλείμματα της χώρας να μειωθούν, ούτε η εμπιστοσύνη των διεθνών αγορών στις προοπτικές της οικονομίας μας να αποκατασταθεί.

Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των αγορών εξασφαλίζεται μόνο με την επανεκκίνηση της παραγωγικής μας μηχανής και την προσέλκυση επενδύσεων.

Γι’ αυτό, ως προτεραιότητα, η κυβέρνηση και η Τροϊκα, θα έπρεπε εξ’ αρχής να θέσουν την ανάπτυξη και τις επενδύσεις, που δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας, αυξάνουν τον παραγόμενο πλούτο και τα φορολογικά εσόδα, ώστε η μείωση ελλειμμάτων και χρεών να καταστεί πιο εύκολη, έστω και με μια μικρή καθυστέρηση και ένα ελάχιστο πρόσθετο κόστος.

Υπάρχουν ορισμένοι οικονομικοί κανόνες, ευρύτατης αποδοχής, που κανένας δεν μπορεί ανέξοδα να αγνοεί:

  • Η αύξηση των φορολογικών επιβαρύνσεων, επιχειρήσεων και νοικοκυριών, σε περιόδους ύφεσης, οδηγεί σε μείωση των συνολικών κρατικών εσόδων και σε ενθάρρυνση της φοροδιαφυγής και της παραοικονομίας, τις οποίες επιδιώκουμε να περιορίσουμε
  • Η αυστηρή λιτότητα σε εποχές αναιμικής οικονομικής δραστηριότητας περιορίζει τη ζήτηση, υπονομεύει την ανάπτυξη, διογκώνει την ανεργία και επιδεινώνει τα δημόσια οικονομικά, τα οποία επιδιώκουμε να εξυγιάνουμε.
  • Οι νέες επενδύσεις, σε περιόδους κάμψης της ζήτησης, δύσκολα αποφασίζονται και βελτίωση της ανταγωνιστικότητας δεν μπορεί να επιτευχθεί με συνεχή χειροτέρευση των συνθηκών εργασίας.
  • Μια υπερχρεωμένη χώρα δεν εξυγιαίνεται ποτέ, αλλά πάντα αποδυναμώνεται με προσθήκη και νέων δανειακών υποχρεώσεων.

Όλοι όμως αυτοί οι κανόνες αγνοήθηκαν από την Τροϊκα και την Κυβέρνηση, με συνέπεια, τα μνημόνια να χρεοκοπήσουν, το μεσοπρόθεσμο να θεωρείται, ήδη, πριν καν αρχίσει, ξεπερασμένο και εξωπραγματικό και το αδιέξοδο της πολιτικής που ακολουθείται τους τελευταίους είκοσι μήνες δεδομένο.

Η άμεση εγκατάλειψη της πολιτικής αυτής αποτελεί τη μόνη ελπίδα για τους εργαζόμενους, για τις επιχειρήσεις, για τους ίδιους τους δανειστές μας, αλλά και για τις προοπτικές γενικότερα της χώρας.

ΙV. Στο πλαίσιο της επιτακτικά αναγκαίας αλλαγής πλεύσης στον τομέα της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής, σκόπιμη θεωρούμε την άμεση υιοθέτηση των κάτωθι μέτρων, που αποτελούν το minimum των αναγκαίων προϋποθέσεων για την επανεκκίνηση της οικονομίας.

α. Μείωση Φορολογικών Επιβαρύνσεων

  • Το ΕΒΕΑ έχει προτείνει τη μείωση των φορολογικών συντελεστών των επιχειρήσεων (στα επίπεδα του 15%), αλλά και των φυσικών προσώπων ως μέσο διεύρυνσης των ιδιωτικών αποταμιεύσεων και αποθάρρυνσης της φοροδιαφυγής, με συνέπεια, την άνοδο τελικά των συνολικών φορολογικών εσόδων, αλλά και τη διεύρυνση της κατανάλωσης, της παραγωγής, των επενδύσεων και της απασχόλησης.
  • Η πολιτική ελάφρυνσης των φορολογικών βαρών, σε μια εποχή βαθιάς ύφεσης και γενικότερης αβεβαιότητας, όπως η σημερινή, αποτελεί το ισχυρότερο μήνυμα της πολιτικής επιθυμίας και απόφασης επαναπροσδιορισμού βασικών οικονομικών στόχων, με την ανάπτυξη να τίθεται τώρα στο επίκεντρο της όλης προσπάθειας εξόδου από την κρίση.
  • Η δραστική μείωση των φορολογικών συντελεστών όμως, για να είναι αποτελεσματική, θα πρέπει να πείθει ότι είναι σταθερή, θα πρέπει δηλαδή να εντάσσεται οργανικά σε ένα νέο, απλό (με την κατάργηση του αναχρονιστικού Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων) αναπτυξιακό και δίκαιο φορολογικό σύστημα μακράς πνοής (χωρίς έκτακτες εισφορές, αναδρομικές φορολογίες και διαδοχικούς «διακανονισμούς» οφειλών που αδικούν τους συνεπείς φορολογούμενους) το οποίο θα αντικειμενοποιεί, όσο είναι δυνατόν, τις φορολογικές υποχρεώσεις και θα ενθαρρύνει την καινοτομία, την ποιοτική παραγωγή και την εξωστρέφεια.

β. Εξυγίανση Δημόσιου Τομέα

Ο εκσυγχρονισμός της διοικητικής «μηχανής» της χώρας αποτελεί καθοριστική προϋπόθεση, όχι μόνο για τη μείωση των συνολικών κρατικών δαπανών, η οποία σε συνδυασμό με την πάταξη της φοροδιαφυγής, αποτελεί μονόδρομο για τη δημοσιονομική εξυγίανση, αλλά και για την άρση σοβαρών αντικινήτρων επιχειρηματικής δραστηριοποίησης και την ανάκαμψη της οικονομίας.

Η δημιουργία, όμως, ενός αποτελεσματικού, σύγχρονου δημόσιου τομέα απαιτούσε, ένα συνολικό αξιόπιστο όραμα, έναν ορθολογικό στρατηγικό σχεδιασμό, σύνθετες παρεμβάσεις και τολμηρές τομές που δεν υπήρξαν.

Αντ’ αυτών, είδαμε μόνο ισοπεδωτικές περικοπές αμοιβών, γενικές απαγορεύσεις πρόσληψης νέων υπαλλήλων και ισορροπητικούς συμβιβασμούς με κομματικά και συνδικαλιστικά «οχυρά», που διαιωνίζουν παθογένειες και οξύνουν τα σχετικά προβλήματα.

  • Η πλήρης, σχεδόν, απαγόρευση προσλήψεων στερεί το δημόσιο τομέα από ικανά, αξιοκρατικά επιλεγμένα, νέα στελέχη, με εξειδικευμένες γνώσεις και δημιουργικό πνεύμα, τα οποία είναι απαραίτητα στον επανασχεδιασμό δομών και λειτουργιών, που τόσο έχει ανάγκη μια νέα κρατική μηχανή με αισθητά βελτιωμένη παραγωγικότητα.
  • Οι τρέχουσες δημοσιοϋπαλληλικές αμοιβές, παρά τα προκλητικά προνόμια που απολαμβάνουν κάποια «ρετιρέ» του δημόσιου τομέα, χωρίς μάλιστα καμία αντιστοιχία με τις προσφερόμενες υπηρεσίες, τα οποία, δυστυχώς, δεν έχουν ακόμη καταργηθεί, είναι εντελώς ανεπαρκείς για στελέχη με γνώσεις, εμπειρίες, ήθος και αξίες, που θα πρέπει να προσελκύσει η κρατική μηχανή.
  • Μείωση των κρατικών δαπανών δε σημαίνει υποβάθμιση της ποιότητας των παρεχόμενων από το κράτος υπηρεσιών ή διάλυση του κοινωνικού κράτους (κλείσιμο σχολείων, κατάργηση νοσοκομείων και παιδικών σταθμών, περιορισμό παροχών του ασφαλιστικού μας συστήματος κ.α.), αλλά αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των σχετικών κονδυλίων, σε συνδυασμό με την πάταξη κάθε μορφής διαπλοκής που ευνοεί σπατάλη πόρων.
  • Η άμεση κατάργηση ή συγχώνευση εκατοντάδων δημόσιων οργανισμών που  σήμερα δεν έχουν αντικείμενο εργασίας, είναι επιβεβλημένη, όχι μόνο για τον εξορθολογισμό της λειτουργίας του κράτους και τον περιορισμό των κρατικών δαπανών, αλλά και για την απελευθέρωση της ιδιωτικής οικονομίας από γραφειοκρατικά δεσμά και τη διεύρυνση των χώρων δραστηριοποίησής της.

Αρκεί, βέβαια, η μείωση αυτή του κράτους να μην αντισταθμίζεται με την ίδρυση νέων κρατικών φορέων προκειμένου να εξυπηρετηθούν κάποια νέα συμφέροντα και κυρίως, στους δημόσιους οργανισμούς που διαλύονται να μη συμπεριλαμβάνονται και φορείς που μπορούν, εάν αξιοποιηθούν αποτελεσματικά, να προσφέρουν αξιόλογο αναπτυξιακό έργο.

γ. Αποκρατικοποιήσεις – Αξιοποίηση Ακίνητης Κρατικής Περιουσίας

Η ιδιωτικοποίηση κρατικών επιχειρήσεων και η καλύτερη αξιοποίηση της κρατικής περιουσίας, ενθαρρύνουν την επέκταση των ιδιωτικών επενδύσεων και διευρύνουν τα κρατικά έσοδα, ενώ ενισχύουν και τον ανταγωνισμό.

Γι’ αυτό τόσα χρόνια το ΕΒΕΑ ζητούσε, επίμονα, την επιτάχυνση των σχετικών διαδικασιών.

Δυστυχώς και στον τομέα αυτό, υπήρξε σημαντική καθυστέρηση, με συνέπεια η ύφεση να διαφοροποιήσει τα σχετικά δεδομένα, καθιστώντας εξαιρετικά φιλόδοξους του στόχους του σχετικού προγράμματος.

  • Η έλλειψη ρευστότητας και γενικότερης εμπιστοσύνης στις προοπτικές της οικονομίας μας (κανένας δεν επενδύει σε μια οικονομία σε ύφεση) περιορίζει αισθητά τη σχετική ζήτηση και αυξάνει κατακόρυφα το ενδιαφέρον διαπλεκόμενων κερδοσκόπων, με συνέπεια μια ταχύτατη και άκαιρη ιδιωτικοποίηση, λόγω μνημονιακών δεσμεύσεων, μπορεί βάσιμα να εξελιχθεί σε ουσιαστικό ξεπούλημα πλουτοπαραγωγικών μας πόρων.
  • Επιφυλάξεις δημιουργεί και η δυνατότητα πλήρους αξιοποίησης της ακίνητης περιουσίας του δημοσίου, λόγω των προβλημάτων που υπάρχουν στην αναλυτική καταγραφή της, αλλά και σε ενδεχόμενα νομικά κωλύμματα.
  • Αναμφισβήτητα, τα έσοδα από τις αποκρατικοποιήσεις μπορούν να περιορίσουν το σημερινό δημόσιο χρέος. Πολύτιμα όμως για τον κρατικό προϋπολογισμό των επόμενων χρόνων είναι και τα μελλοντικά κέρδη των επιχειρήσεων αυτών, που θα χαθούν οριστικά εάν αποκρατικοποιηθούν και μάλιστα, σε χαμηλές τιμές.
  • Η λειτουργία κρατικών επιχειρήσεων ταυτίσθηκε, μέχρι τώρα, στη συνείδηση του Έλληνα, με διοικήσεις που υπηρετούν κομματικά και συντεχνιακά συμφέροντα και συσσωρεύουν ελλείμματα και χρέη, τα οποία επωμίζεται ο κρατικός προϋπολογισμός.

Ελπίζουμε ότι οι σημερινές, πρωτόγνωρες, τραυματικές εμπειρίες των πολιτικών μας εξουσιών και του απλού φορολογούμενου έθεσαν οριστικά στο περιθώριο τις πρακτικές αυτές και γι’ αυτό θεωρούμε εφικτή τη λειτουργία και αποδοτικών κρατικών μονάδων, στην υπηρεσία της αναπτυξιακής διαδικασίας, μετά από τις κατάλληλες οργανωτικές, διοικητικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις. Παραδείγματα τέτοιων επιχειρήσεων υπάρχουν πολλά στο διεθνή χώρο (η Singapore Airlines, η βραζιλιάνικη Embraer, η κορεάτικη Posco κ.α.).

  • Τέλος, δε θα πρέπει να αγνοηθεί ότι η δυνατότητα άσκησης μιας ανεξάρτητης αναπτυξιακής οικονομικής πολιτικής, στο άμεσο μέλλον, περιορίζεται αισθητά, εάν εκποιηθούν κύριες υποδομές μας (ταχυδρομεία, σιδηρόδρομοι, αυτοκινητόδρομοι, λιμάνια, αεροδρόμια) και αποκρατικοποιηθούν δίκτυα διανομής βασικών κοινωνικών μας αγαθών (νερό, ηλεκτρικό κ.α.). Δε θα πρέπει, εξάλλου, να μας διαφεύγει ότι υπάρχουν και αποτυχημένες ιδιωτικοποιήσεις (αγγλικοί σιδηρόδρομοι).

Οι αποκρατικοποιήσεις σήμερα, δεν αποτελούν πανάκεια – όπως ισχυρίζονται οι ισχυροί δανειστές μας – για την επίλυση των οικονομικών μας προβλημάτων και γι’ αυτό θα πρέπει να αποφευχθούν άκριτες και κυρίως, χωρίς πλήρη διαφάνεια, ιδιωτικοποιήσεις.

Τα κύρια κριτήρια για τη λήψη των σχετικών αποφάσεων, με δεδομένο ότι τα συνολικά δημοσιονομικά οφέλη από τις ιδιωτικοποιήσεις δε θα είναι πολλά, πρέπει να εντοπισθούν στις καθαρά αναπτυξιακές διαστάσεις (μοχλός επιτάχυνσης των νέων επενδύσεων και παράγοντας βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας) της κάθε αποκρατικοποίησης.

δ. Τραπεζικό Σύστημα – Ρευστότητα

Αναμφισβήτητα, τα αποτελέσματα των τελευταίων “stress tests” έδειξαν πως το τραπεζικό μας σύστημα πέρασε με επιτυχία και τη δοκιμασία αυτή.

Το γεγονός αυτό, όμως, δε θα πρέπει να μας καθησυχάζει, ούτε να μας αποπροσανατολίζει από υπαρκτά προβλήματα.

Η υψηλή έκθεση των πιστωτικών μας ιδρυμάτων σε κρατικά ομόλογα δημιουργεί κινδύνους βιωσιμότητας των τραπεζών μας, τους οποίους τα ανωτέρω stress tests είχαν έντονα υποβαθμίσει, ενώ παράλληλα αδρανοποιεί τον καθαρά αναπτυξιακό ρόλο του χρηματοπιστωτικού τομέα, που είναι η τροφοδοσία με υγιείς πόρους της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, των νέων επιχειρηματικών πρωτοβουλιών, της παραγωγικής και εξαγωγικής διαδικασίας.

Η ανάγκη, κατά συνέπεια, ενίσχυσης της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών μας, αύξησης του μεγέθους τους μέσω ενδοκλαδικών συγχωνεύσεων, για να περιορισθούν και οι κίνδυνοι αφελληνισμού του τραπεζικού μας συστήματος και κυρίως, αλλαγής νοοτροπιών εκ μέρους των διοικήσεών τους (μικρότερη σημασία στις εμπράγματες ασφάλειες και περισσότερη σε αναπτυξιακά επιχειρηματικά οράματα και καινοτόμες εξωστρεφείς ιδέες) είναι επιτακτική.

Η σημερινή, πάντως, έλλειψη ρευστότητας, αποτελεί απαγορευτικό παράγοντα για κάθε σκέψη νέων παραγωγικών επενδύσεων ή αυξημένης παραγωγικής δραστηριότητας.

Είναι ενδεικτικό ότι ο ρυθμός της συνολικής πιστωτικής επέκτασης προς τον ιδιωτικό τομέα, που από τον Ιανουάριο, φέτος, διαμορφώθηκε για πρώτη φορά σε αρνητικό επίπεδο (-0,2%) έφθασε τον Ιούνιο στο -1,2%. Μπροστά στην κατάσταση αυτή, η άμεση εξόφληση των πάσης φύσεως οφειλών του κράτους προς τον ιδιωτικό τομέα θεωρείται ηθική και αναπτυξιακή προτεραιότητα.

Τέλος, όσον αφορά τις τράπεζες, είναι απαραίτητο να διασφαλιστεί η αυστηρή τήρηση των κριτηρίων δανειοληψίας, με ορθό συνυπολογισμό του πιστωτικού κινδύνου. Θα πρέπει κάποια στιγμή να συνειδητοποιήσουμε ότι η παροχή δανεισμού, πέρα από μοχλός ανάπτυξης, είναι και ζήτημα ευθύνης. Κι αυτή η ευθύνη θα πρέπει να αντικατοπτρίζεται ξεκάθαρα, τόσο στις πολιτικές των ίδιων των τραπεζών, όσο και στην εποπτεία που ασκούν οι αρμόδιες αρχές

ε. Κερδοσκοπικά Κεφάλαια 

Τα τελευταία δειλά βήματα που έκαναν οι Ευρωπαίοι ηγέτες, στον τομέα της  οικονομικής διακυβέρνησης της Ε.Ε., δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να αποτελέσουν αφορμή για εφησυχασμό.

Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δώσουν, με συντονισμένες κινήσεις, στην εξυγίανση της λειτουργίας των χρηματαγορών, στη βάση μιας σειράς από κοινά αποδεκτούς κανόνες, οι οποίοι θα έχουν καθολική ισχύ, ώστε να μην οδηγηθούμε σε έναν καταστροφικό ανταγωνισμό, με κριτήριο τη χαλαρότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος κάθε χώρας.

Ανάμεσα στις προτεραιότητες αυτής της προσπάθειας, όπως το ΕΒΕΑ έχει ήδη επισημάνει, πιστεύουμε ότι θα πρέπει να τεθούν δράσεις όπως:

  • Ο συνολικός αναπροσδιορισμός των όρων λειτουργίας των hedge funds. Δυστυχώς, η πραγματικότητα έδειξε ότι ένας χρήσιμος, επί της αρχής, μηχανισμός μετατράπηκε σε πεδίο αδίστακτης και ανεύθυνης κερδοσκοπίας, που μεγέθυνε τις επιπτώσεις της κρίσης. Θα πρέπει επομένως να τεθούν συγκεκριμένοι κανόνες, οι οποίοι θα επιβάλλουν σαφήνεια, διαφάνεια και λογοδοσία στη δραστηριότητα των hedgefunds, ώστε να λειτουργούν προς όφελος και όχι σε βάρος της ανάπτυξης.
  • Ο δραστικός περιορισμός του ποσοστού μόχλευσης, με σκοπό τον περιορισμό της κερδοσκοπίας. Γιατί αυτό που έχει αποδειχθεί μέχρι σήμερα, είναι ότι αυτή η λογική, εάν ακολουθηθεί χωρίς όρια και χωρίς την απαραίτητη γνώση από πλευράς των επενδυτών, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε χρηματιστηριακές φούσκες που σπάνε με επώδυνες συνέπειες για όλους.
  • Η επιβολή αυστηρότερων κανόνων και περιορισμών στην πρακτική του short selling, η οποία ευνοεί φαινόμενα υποτιμητικής κερδοσκοπίας. Είναι ανάγκη να διαμορφωθεί ένα νέο πλαίσιο όρων, ώστε η πρακτική αυτή να κατευθύνεται από τις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας και όχι από την κερδοσκοπία.
  • Η περαιτέρω διασφάλιση των αποθεματικών των ασφαλιστικών εταιρειών και η επιβολή περιορισμών, ως προς το ποσοστό που θα επενδύεται σε σύνθετα παράγωγα προϊόντα, για λογαριασμό των δικαιούχων.
στ. Ανταγωνιστικότητα

Η εκλογίκευση του μισθολογικού κόστους, ιδιαίτερα σε περιόδους ύφεσης, είναι ένας από τους παράγοντες βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας, που ασφαλώς θα πρέπει να αξιοποιείται - ει δυνατόν συναινετικά – λαμβάνοντας όμως πάντοτε υπόψη ότι η αμοιβή του εργαζόμενου κατευθύνεται, στο σύνολό της, στη ζήτηση προϊόντων των ελληνικών, κατά βάση, επιχειρήσεων.

Την ανταγωνιστικότητα όμως, της παραγωγής μας, βελτιώνουν και άλλοι παράγοντες, τους οποίους δε θα πρέπει να υποβαθμίζουμε:

  • Το εξωτερικό κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων μειώνεται, σημαντικά, όταν βελτιώνονται οι αναπτυξιακές μας υποδομές (δρόμοι, λιμάνια, αεροδρόμια κ.α.). Το πρόγραμμα, όμως, Δημοσίων Επενδύσεων, που θα μπορούσε, λόγω των πολλαπλασιαστικών επιπτώσεων των σχετικών δαπανών και τις υποδομές μας να βελτιώσει και την ιδιωτική επιχειρηματικότητα να κινητοποιήσει, περικόπτεται σταθερά κάθε χρόνο, προκειμένου να προσεγγισθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι.
  • Η απορροφητικότητα των πόρων του Ε.Σ.Π.Α. καρκινοβατεί, με συνέπεια σημαντικοί αναπτυξιακοί πόροι να λιμνάζουν, λόγω γραφειοκρατικών εμποδίων.
  • Η εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού, ο ρόλος του οποίου στη σύγχρονη επιχείρηση γίνεται όλο και πιο καθοριστικός, παρουσιάζει σημαντικές υστερήσεις, λόγω απουσίας ενός σταθερού εκπαιδευτικού πλαισίου και αποτελεσματικών διαδικασιών σύνδεσης της εκπαίδευσης και της έρευνας με την παραγωγή.
  • Οι εργοδοτικές εισφορές στα Ασφαλιστικά Ταμεία παραμένουν, στη χώρα μας, σε υψηλά, σχετικά, επίπεδα, οι εξαγγελίες δε, της κυβέρνησης για μείωση, κατά 10%, των εισφορών αυτών των συνεπών επιχειρήσεων, φαίνεται ότι «παγώνουν» εξαιτίας της υστέρησης εσόδων που παρουσιάζουν, λόγω της υψηλής ανεργίας, τα Ταμεία.
  • Η πραγματική απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων και αγορών, που θα τόνωνε τον ανταγωνισμό και θα ενθάρρυνε τις νέες επενδύσεις, προσκρούει στην κυβερνητική επιθυμία της ταυτόχρονης ικανοποίησης των εντολών της Τροϊκας και των συνδικαλιστικών απαιτήσεων, γεγονός που οδηγεί σε παλινωδίες και καθυστερήσεις.
  • Η εξάλειψη της γραφειοκρατίας, η οποία αποτελεί το μεγαλύτερο αντικίνητρο για την προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων και για την εδραίωση και στη χώρα μας, μιας νέας, δυναμικότερης και εξωστρεφούς, επιχειρηματικής «κουλτούρας» που θα θέσει οριστικά στο περιθώριο την παραδοσιακή κρατικοδίαιτη «επιχείρηση», γίνεται αποσπασματικά και με ρυθμούς χελώνας, όταν ο τόπος έχει ανάγκη, στον τομέα αυτό, σφαιρικών ριζοσπαστικών αλλαγών.
  • Ο ριζικός, τέλος, εκσυγχρονισμός της δομής του παραγωγικού μας ιστού (ίδρυση περισσότερων μεγάλων εταιριών, συγχώνευση μικρών και πολύ μικρών μεγεθών, ενθάρρυνση σχέσεων συνεργασίας ανάμεσα σε μεγάλες και μικρο-μεσαίες επιχειρήσεις), με τις οικονομίες κλίμακας που εξασφαλίζει, βελτιώνει ουσιαστικά την παραγωγικότητα και προσδίδει μια νέα δυναμική στην επιθυμητή ανάκαμψη και εξωστρέφεια της οικονομίας μας.

V. Συμπερασματικά, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι για να εισέλθει η οικονομία μας σε αναπτυξιακό κύκλο, είναι επιβεβλημένη η άμεση αλλαγή της δημοσιονομικής πολιτικής.

Το ΕΒΕΑ θεωρεί ότι η άποψη αυτή γίνεται τώρα ευρύτερα αποδεκτή, παρόλον ότι η Τροϊκα δε φαίνεται ακόμη έτοιμη να αποδεχθεί το αυτονόητο (οι κάποιες άτυπες αναφορές σε σχέδιο Μάρσαλ για την Ελλάδα δε συνοδεύονται, δυστυχώς με συγκεκριμένα μέτρα).

Ούτε όμως η είσοδος της οικονομίας μας σε αναπτυξιακή, απλά, τροχιά τα επόμενα χρόνια, δεν είναι αρκετή για τη σταθεροποίηση – πολύ περισσότερο δε για τη αύξηση – του ΑΕΠ. Για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός απαιτούνται:

  • Πρωτογενή πλεονάσματα (αντί των σημερινών ελλειμμάτων) ικανά για την πληρωμή των ετήσιων τόκων του χρέους μας, ώστε να μη χρειάζεται νέος δανεισμός και
  • Ονομαστικοί ετήσιοι ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ τουλάχιστον ίσοι με το μέσο επιτόκιο δανεισμού μας που φαίνεται ότι τώρα θα κυμαίνεται γύρω στο 4% (σήμερα οι ρυθμοί αυτοί είναι αρνητικοί).

Τα δεδομένα αυτά προβληματίζουν ιδιαίτερα τον επιχειρηματικό κόσμο, καθώς η νέα δημοσιονομική προσαρμογή των 6,5 δισ. ευρώ για το δεύτερο εξάμηνο του 2011, που πρόσφατα αποφασίσθηκε αναμένεται να βαθύνει ακόμη περισσότερο την ύφεση και να διευρύνει ακόμη περισσότερο τις αποκλίσεις στον κρατικό προϋπολογισμό, σε καθοριστικά σημεία (έσοδα, έξοδα).

Είναι προφανές ότι κάθε σκέψη για νέο συμπληρωματικό πακέτο δημοσιονομικών μέτρων, είτε για την αντιστάθμιση των τελικών αποκλίσεων του προϋπολογισμού, είτε για συμμόρφωση σε νέες, μετά την τελευταία Σύνοδο Κορυφής, απαιτήσεις της Τροϊκας, θα έχει καταστροφικά αποτελέσματα στην πορεία της οικονομίας και στη διαχειρισιμότητα του δημόσιου χρέους, ιδιαίτερα εάν ληφθούν υπόψη οι τάσεις αύξησης των διεθνών επιτοκίων και μείωσης των ρυθμών ανάπτυξης στην ευρωζώνη.

Στο πλαίσιο αυτό, η δημιουργία ελπίδων για το μέλλον της οικονομίας περνά μέσα από την άμεση διόρθωση των αδικιών που τα διάφορα μνημόνια δημιούργησαν, ώστε να αυξηθεί η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και να τονωθεί η εγχώρια ζήτηση, από την άρση των διάσπαρτων επενδυτικών αντικινήτρων – ανάμεσα στα οποία καθοριστικό ρόλο διαδραματίζουν οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές – ώστε να ενισχυθεί η εγχώρια προσφορά, να μειωθεί η ανεργία και να περιορισθεί η υστέρηση φορολογικών εσόδων και κοινωνικών εισφορών και από τη δημιουργία ενός γενικότερου ελκυστικού επενδυτικού περιβάλλοντος, προκειμένου να προσελκυθούν ξένα και εθνικά επιχειρηματικά κεφάλαια, τα οποία, με τις καινοτομικές δραστηριότητές τους, θα μείωναν τις εισαγωγές και θα διεύρυναν τις εξαγωγές μας.

Αναγκαία ασφαλώς και χρήσιμη ήταν η αναδιάρθρωση του συνολικού δημόσιου χρέους μας, πιο κρίσιμη όμως, για το μέλλον του τόπου, θεωρούμε την αναδιάρθρωση του παραγωγικού μας δυναμικού, την ανάταξη της οικονομίας, την έξοδο από το στασιμοπληθωρισμό και κυρίως, την αντιμετώπιση της μάστιγας της ανεργίας που υποσκάπτει την κοινωνική γαλήνη.  

25/08/2011 ΠΗΓΗ: Γραφείο Τύπου



 

  • 
ΓΕΜΗ